Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

 T.S. Elliot :

"Αν παραπονεθείτε πως ένας ποιητής είναι σκοτεινός [...] θυμηθείτε πως αυτό που προσπάθησε να κάνει ήταν να βάλει κάτι μέσα σε λέξεις, κάτι που δεν μπορούσε να το πει με κανέναν άλλο τρόπο, και γι΄ αυτό σε μια γλώσσα που ίσως άξιζε τον κόπο να τη μάθουμε".

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012



ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ: ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 10/12/1963




Σαν σήμερα πριν 49 χρόνια η απονομή του Βραβείου Νόμπελ στον ποιητή των Ασπάλαθων...

Και να ο λόγος του ενώπιον της επιτροπής...Λόγος έξοχος, λόγος καταλυτικός, λόγος του Γ. Σεφέρη.

Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η
Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη
επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την
υψηλή δι
άκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να - εκφράζω τώρα
τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη
συγγνώμη που ζητώ πρώτα-πρώτα από τον εαυτό μου.

Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν
έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως
του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι
τεράστια και το πράγμα που μας χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε
χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται.
Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν
παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης
είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη.
Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που
ξεπερνά το μέτρο, πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. Ο ίδιος νόμος
ισχύει και όταν ακόμα πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: "Ήλιος ουχ
υπερβήσεται μέτρα" λέει ο Ηράκλειτος, "ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης
επίκουροι εξευρήσουσιν".

Συλλογίζομαι πως δεν αποκλείεται ολωσδιόλου να ωφεληθεί ένας σύγχρονος
επιστήμων, αν στοχαστεί τούτο το απόφθεγμα του Ίωνα φιλοσόφου. Όσο για
μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε
τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας και του
φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου (εννοεί τον
Μακρυγιάννη), των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: "...θα χαθούμε
γιατί αδικήσαμε..." Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος· είχε μάθει να
γράφει στα τριανταπέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των
ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και
η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός
ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την
ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ' ένα λαό
περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε,
ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την
ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα, και τι θα
γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης κι
ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση
εμπιστοσύνης.

Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ
μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και
στη λογοτεχνία· παρατήρησαν πως ανάμεσα σ' ένα αρχαίο ελληνικό δράμα
και ένα σημερινό, η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του
ανθρώπου δε μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως
νιώθει πάντα την ανάγκη ν' ακούσει τούτη την ανθρώπινη φωνή που
ονομάζουμε ποίηση. Αυτή τη φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή
από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να
βρει καταφύγιο· απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους
πιο απροσδόκητους τόπους. Γι' αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη
του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της
γης. Έχει τη χάρη να αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία.
Χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία που ένιωσε αυτά τα
πράγματα· που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης
χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες όπου πνίγεται ο παλμός της
ανθρώπινης καρδιάς· που έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανός:

να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής,

για να θυμηθώ τον Σέλεϋ, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου
Νόμπελ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη
βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.

Σ' αυτόν τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται
όλους τους άλλους. Πρέπει ν' αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου κι αν
βρίσκεται.

Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή του
έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή
λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας
συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα.

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΠΛΑΤΕΙΩΝ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ


Αμερικής
Περιβάλλεται από τις οδούς Πατησίων, Μηθύμνης, προεκτ. Λευκωσίας και Σπάρτης. Παλαιότερα η πλατεία αυτή λεγόταν «Αγάμων». Το όνομα είχε δοθεί από τον λαό επειδή τότε ήταν ερημική και αποτελούσε κέντρο ερωτικών συναντήσεων και επειδή στο «άθλημα» αυτό επιδίδονταν τότε περισσότερο οι άγαμοι. Αρχικά λεγόταν επίσημα και πλατεία Ανθεστηρίων, επειδή στην περιοχή της, όπου τότε δεν υπήρχε κανένα σπίτι, γιορταζόταν η Πρωτομαγιά. Η σημερινή πλατεία Αμερικής, σύμφωνα με την Πράξη Ονοματοθεσίας του Δημοτικού Συμβουλίου, δόθηκε προς τιμή των ΗΠΑ, για τον φιλελληνισμό που επέδειξαν οι κάτοικοί τους.

Ανεξαρτησίας (Βάθης)
Η πλατεία αυτή είναι περισσότερο γνωστή ως «Πλατεία Βάθης», όνομα που προέρχεται από παλαιά
ονομασία της θέσεως (Βάθη), γιατί από εκεί περνούσε ο δρόμος του Μενιδίου (Αχαρνών) μέσα από την κοίτη του ρέματος του Κυκλοβόρου. Το ρέμα αυτό στη συνέχεια καλύφθηκε και αποτέλεσε την σημερινή οδό Μάρνη. Η πλατεία ονομάστηκε επίσημα «Ανεξαρτησίας» για να τιμηθεί η απελευθέρωση και ανεξαρτησία της Ελλάδας μετά την επανάσταση του 1821. Βρίσκεται στην συμβολή των οδών Αχαρνών, Μάρνη, Καματερού, Μαιζώνος και Λιοσίων.

Βικτωρίας
Βικτωρία Αλεξανδρινή (1819-1901): Βασίλισσα της Μεγάλης Βρετανίας. Ήταν κόρη του Εδουάρδου, Δούκα του Κεντ, και της πριγκήπισσας Λουΐζας Βικτωρίας. Ανέβηκε στο θρόνο σε ηλικία 18 χρονών και έμεινε σ’ αυτόν επί 64 χρόνια. Παντρεύτηκε το γερμανό πρίγκηπα Αλβέρτο του Σάξ-Κόμπουργκ-Γκότα το 1840 και απέκτησε πολλά παιδιά. Ήταν ικανή βασίλισσα και θεωρήθηκε σύμβολο της ακμής και της ισχύος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Η βασιλεία της σημάδεψε μία ολόκληρη εποχή και νοοτροπία για τη Μεγάλη Βρετανία (Βικτωριανή εποχή). Στις μέρες της έγινε η ένωση των Επτανήσων (που ήταν υπό Βρετανική προστασία) με την Ελλάδα (1864). Στο θρόνο τη διαδέχθηκε ο γιος της Εδουάρδος, πρίγκηψ της Ουαλλίας, ως Εδουάρδος Ζ’.Η πλατεία αυτή λεγόταν άλλοτε πλατεία «Κυριακού» από το Δήμαρχο Αθηναίων Παναγή Κυριάκο (1870-1879), που είχε εκεί κοντά το σπίτι του. Οι εργασίες διαμορφώσεώς της άρχισαν το 1872. Η ονομασία Πλατεία Βικτωρίας δόθηκε προς τιμήν της βασίλισσας της Αγγλίας, οι πολιτικοί όμως αντίπαλοι του Παν. Κυριάκου, τότε δημάρχου, έλεγαν ότι δόθηκε προς τιμήν της … κόρης του Βικτωρίας.

Βεΐκου (Γαργαρέττα)
Βεΐκος Λάμπρος (+1827): Σουλιώτης οπλαρχηγός και αγωνιστής του 1821, γιος του επίσης οπλαρχηγού Φώτου Βεϊκου. Όταν ο Αλή Πασάς κατέλαβε το Σούλι (1802) κατέφυγε στην Κέρκυρα, από όπου ξαναγύρισε στην πατρίδα του, για να αγωνιστεί εναντίον του Αλή Πασά. Κατέβηκε κατόπιν στηνεπαναστατημένη Ελλάδα, μπήκε στο πολιορκημένο Μεσολόγγι και από εκεί στάλθηκε στην Ύδρα για να συγκεντρώσει βοήθεια για τους πολιορκημένους. Αργότερα πολέμησε με τον Καραϊσκάκη και τον Κίτσο Τζαβέλα. Σκοτώθηκε στη μάχη του Αναλάτου (στη σημερινή περιοχή του Αγίου Σώστη της λεωφόρου Συγγρού). Η πλατεία (και η συνοικία) αρχικά ονομάστηκε «Γαργαρέττα» πήρε την ονομασία της από την μεσαιωνική οικογένεια Γαργαρέττα, που είχε κτήματα στην περιοχή της.

Εξαρχείων
Η πλατεία αυτή, όπως και ολόκληρη η συνοικία αυτή των Αθηνών, πήρε την ονομασία της από κάποιο Έξαρχο (Ηπειρώτη) που κατά τα χρόνια του Γεωργίου Α’ είχε παντοπωλείο στην γωνία των οδών Θεμιστοκλέους και Σολωμού.

Κάνιγγος (σωστότερα Κάννινγκος)
Κάννινγκ, Γεώργιος (Canning 1770-1827): Bρεττανός πολιτικός και φιλέλληνας, από το Λονδίνο. Διακρίθηκε ως υπουργός των Εξωτερικών. Την εποχή εκείνη η πολιτική της Αγγλίας, όπως και των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων (Ιερά Συμμαχία), ήταν γενικά υπέρ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από φόβο όμως προς την επιρροή της Ρωσίας στην Ελλάδα, ο Κάννιγκ απηύθυνε το 1823 διακοίνωση στην Τουρκία καλώντας την να σεβαστεί τις υποχρεώσεις της προς τους χριστιανούς. Το 1825 διέταξε την κυβέρνηση των Ιονίων Νήσων να θεωρούν τους Έλληνες επαναστάτες ως εμπόλεμους. Δεν δέχθηκε πρόταση των Ελλήνων να πάρει υπό την προστασία του τον Αγώνα τους, τους έδωσε όμως υποσχέσεις για τη μεσολάβηση του. Είναι από τους πρωτεργάτες του Πρωτοκόλλου των Μεγάλων Δυνάμεων «Περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος», που υπογράφτηκε στο Λονδίνο στις 6 Ιουλίου 1827. Πέθανε στις 27 Ιουλίου 1827, δηλ. σχεδόν αμέσως μετά την υπογραφή του πρωτοκόλλου αυτού. Μαρμάρινος ανδριάντας του, έργο του Βρετανού γλύπτη Τσάντρεϋ (Chantray) βρίσκεται στην ομώνυμη πλατεία.

Κλαυθμώνος
Το όνομα αυτής της πλατείας οφείλεται στο ότι στην προ του 1909 περίοδο, οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν ήταν μόνιμοι. Τότε λοιπόν οι απολυμένοι, οι «Παυσανίες» όπως τους έλεγαν, πήγαιναν εμπρός από το Υπουργείο Εσωτερικών που ήταν στην πλατεία αυτή και με κλάματα και θρήνους («κλαυθμούς») παρακαλούσαν να τους ξαναπροσλάβουν. Δεδομένου ότι τέτοιες απολύσεις συνέβαιναν τακτικά σε κάθε αλλαγή κυβερνήσεως, οι σκηνές αυτές ήταν αρκετά συχνές στην πλατεία. Ανάδοχος της ονομασίας ήταν πάντως ο συγγραφέας και κατόπιν ακαδημαϊκός Δημ. Γρ. Καμπούρογλου, που πρώτος ονόμασε την πλατεία «Κλαυθμώνος» σε ένα χρονογράφημα του στην «Εστία» το 1878. Η πλατεία Κλαυθμώνος είναι ο πρώτος χώρος που δεντροφυτεύτηκε στην Αθήνα. Για το σκοπό αυτό ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος έστειλε τον ειδικό κηποτεχνικό Σμάρατ. Στη δυτική πλευρά της υπήρχαν οι τρεις συνεχόμενες οικίες των Βούρου, Μαστρονικόλα και Αφθονίδου, όπου έμειναν αρχικά οι βασιλείς Οθων και Αμαλία μετά τους γάμους τους. Στα σπίτια αυτά (όσα σώζονται) στεγάζεται σήμερα το «Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών». Στην πλατεία υπήρχαν επίσης τα κτίρια των Υπουργείων Εσωτερικών και Οικονομικών. Πολλές περιπέτειες πέρασε η επίσημη ονομασία της πλατείας. Στο αρχικό σχέδιο της πόλεως των Αθηνών (του von Klentze) λεγόταν «Πλατεία Αισχύλου». Κατόπιν ονομάστηκε «Πλατεία Νομισματοκοπείου» γιατί εκεί ήταν το κτίριο του Νομισματοκοπείου. Στη συνέχεια η πλατεία ονομάστηκε «25ης Μαρτίου», όνομα που κράτησε για πολλά χρόνια. Κατόπιν μετονομάστηκε σε «Πλατεία Δημοκρατίας» και μετά πήρε και επίσημα πλέον το όνομα με το οποίο ήταν πάντοτε γνωστή, «Πλατεία Κλαυθμώνος». Τέλος τον Ιούνιο του 1989 μετονομάστηκε σε «Πλατεία Εθνικής Συμφιλιώσεως» με την αφορμή των αποκαλυπτηρίων του ομώνυμου μνημείου στην πλατεία.

Κολιάτσου
Κολιάτσος, Στυλιανός (+ 1878): Στρατιωτικός και πολιτικός που έδρασε στο γ’ τέταρτο του 19ου αιώνα.Η οικογένεια Κολιάτσου είχε κτήματα στην περιοχή που είναι σήμερα η πλατεία και η ομώνυμη συνοικία. Ο Στυλιανός Κολιάτσος ήταν αξιωματικός της χωροφυλακής επί Οθωνος και εκλέχτηκε πληρεξούσιος στη Β’ Εθνοσυνέλευση (1864) και πολλές φορές βουλευτής. Έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο στις συζητήσεις για το Σύνταγμα της χώρας. Διετέλεσε Δημοτικός Σύμβουλος Αθηναίων από το 1866 έως το 1878 και Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου (1866-1874).Βρίσκεται μεταξύ των οδών Πατησίων, Καλλινίκου και Σίφνου.

Κολωνακίου
Η επίσημη ονομασία είναι Πλατεία Φιλικής Εταιρείας. Η ονομασία προέρχεται από κάποιο παλαιό στύλο (κολωνάκι) που υπήρχε εκεί κοντά (υπάρχει και σήμερα στο κηπάριο της πλατείας) και που μάλλον ήταν «αποτρεπτικό» νόσων και θεομηνιών. Ο στύλος αυτός έδωσε το όνομά του στη σημερινή συνοικία, μια από τις καλύτερες της Αθήνας. Πρέπει πάντως να σημειώσουμε ότι η περιοχή του Κολωνακίου πάνω από την Δεξαμενή λεγόταν παλαιότερα «Κατσικάδα»,γιατί Λιδωρικιώτες γαλατάδες έβοσκαν εκεί τις κατσίκες τους, στις πλαγιές του Λυκαβηττού.

Κουκάκη (και όχι Κουκακίου)
Κουκάκης Γεώργιος: Εργοστασιάρχης σιδερένιων κρεβατιών, που πρώτος έκτισε σπίτι στην περιοχή αυτή και της έδωσε το όνομά της. Το σπίτι αυτό βρισκόταν στην ανατολική γωνία των οδών Δημητρακοπούλου και Γεωργ. Ολυμπίου και κατεδαφίστηκε στα μέσα του 20ου αιώνα.Η πλατεία σχηματίζεται στη συμβολή των οδών Βεΐκου, Ορλωφ, Ματρόζου και Γεωργ. Ολυμπίου.

 Κυνοσάργους
Κυνόσαργες ένα από τα τρία μεγάλα γυμναστήρια των αρχαίων Αθηνών. Ανήκε στο δήμο Διομείας και βρισκόταν έξω από τα τείχη της πόλεως στα νότια του ναού του Ολυμπίου Διός στην αριστερή όχθη του Ιλισού, όπου σήμερα η συνοικία Κυνοσάργους (παλιότερα Κατσιπόδι). Το γυμναστήριο του Κυνοσάργους ιδρύθηκε τον 6ο π.Χ. αιώνα. Εκεί εγυμνάζοντο οι νέοι που ένας από τους γονείς τους δεν ήταν Αθηναίος (νόθοι). Η ονομασία προέρχεται από έναν «κύνα αργόν» (σκύλο λευκό ή ταχύ) που άρπαξε κομμάτια από το ζώο τη στιγμή της θυσίας στον Ηρακλή στον οποίο ήταν αφιερωμένο το άλσος που περιέβαλε το γυμναστήριο. Στο σημείο που άρπαξε τα κομμάτια το ζώο σύμφωνα με χρησμό του Μαντείου ιδρύθηκε το γυμναστήριο για να εξευμενιστεί ο Ηρακλής. Η διάκριση μεταξύ γνήσιων και νόθων Αθηναίων καταργήθηκε όταν ο Θεμιστοκλής (που η μητέρα του δεν ήταν Αθηναία) έπεισε γνήσιους Αθηναίους να γυμνάζονται στο Κυνόσαργες.
Μαβίλη
Η πλατεία ονομάστηκε προς τιμήν του Ιθακήσιου ποιητή Λορέντζου Μαβίλη (1860-1912). Από οικογένεια ευγενούς καταγωγής σπούδασε στη Γερμανία και στη συνέχεια επέστρεψε στην Ελλάδα και, ως θερμός πατριώτης, πήρε μέρος στις πολεμικές περιπέτειες του έθνους στην Κρήτη (1896) και στην Ήπειρο (1987) όπου και τραυματίστηκε. Το 1910 εκλέχθηκε βουλευτής. Στη Βουλή πρωτοστάτησε στους αγώνες για τη Δημοτική γλώσσα. Σε μια αγόρευσή του είπε «δεν υπάρχει γλώσσα χυδαία υπάρχουν μόνο χυδαίοι άνθρωποι». Πήρε μέρος στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο ως λοχαγός στο εθελοντικό σώμα των Γαριβαλδινών. Σκοτώθηκε στη μάχη του Δρίσκου στην Ήπειρο.Η πλατεία παλιότερα λεγόταν «Στέγη Πατρίδος» επειδή σε μικρή απόσταση υπήρχαν οι προσφυγικές πολυκατοικίες του ομώνυμου Οργανισμού.

Μεταξουργείου
Η ονομασία της προήλθε από εργοστάσιο κατασκευής μεταξωτών υφασμάτων που ιδρύθηκε εκεί το 1835. Το εργοστάσιο εγκαταστάθηκε στην ημιτελή οικία του πρίγκιπα Καντακουζηνού (που διατηρείται ακόμα και σήμερα στις οδούς Μεγ. Αλεξάνδρου, Μυλλέρου, Γιατράκου). Το Μεταξουργείο είναι από τις παραδοσιακές συνοικίες της Αθήνας και από εκεί ξεκινούσαν οι αποκριάτικες «ατραξιόν» της παλιάς πόλης όπως το«Γαιτανάκι».

Μοναστηρακίου
Πήρε το όνομά της από το «Μέγα Μοναστήριον της Παντανάσσσης» που ιδρύθηκε στον 10ον αιώνα. Εκεί ύφαιναν τους «αμπάδες» φθηνά και χονδρά υφάσματα που έγιναν παράδοση για την περιοχή (απ’ όπου και η ονομασία της Αμπατζήδικα). Με την πάροδο του χρόνου τα κτίρια εγκαταλείφθηκαν και ερειπώθηκαν, έμεινε μόνον η μικρή εκκλησία (τρίκλιτη βασιλική) της Παντανάσσης) που σκεπάστηκε από χώματα και μόνο ένα μέρος της ήταν πάνω από το έδαφος. Γύρω στα 1760 κτίστηκε το τούρκικο τζαμί που υπάρχει μέχρι και σήμερα. Η πλατεία Μοναστηρακίου λεγόταν παλαιότερα και Πλατεία της Παλιάς Στρατώνας (από τους στρατώνες που υπήρχαν τότε στην περιοχή).

Ομόνοιας
Η αρχική της ονομασία ήταν Όθωνος προς τιμήν του πρώτου βασιλέως. Τη σημερινή της ονομασία πήρε το 1863 γιατί εκεί συμφιλιώθηκαν οι δύο αντίπαλες πολιτικές παρατάξεις, των Ορεινών και των Πεδινών, που είχαν δημιουργηθεί μετά την έξωση του Όθωνος. Οι Ορεινοί πήραν την ονομασία αυτή, γιατί μαζί τους είχε συνταχθεί το ορεινό πυροβολικό, ενώ οι Πεδινοί πήραν το όνομά τους σε αντίθεση με τους Ορεινούς. Οι Ορεινοί ήταν με το μέρος του Κω/νου Κανάρη ενώ οι Πεδινοί με το μέρος του Δημητρίου Βούλγαροι. Μεγάλη αιματηρή σύγκρουση μεταξύ των δύο παρατάξεων έγινε στις 18-21 Ιουνίου με 120 νεκρούς και 300 τραυματίες. Οι αντιμαχόμενοι συμφιλιώθηκαν τελικά στην πλατεία με την μεσολάβηση των πρεσβευτών των μεγάλων δυνάμεων.

Παγκρατίου
Η ονομασία της περιοχής πίσω από το Παναθηναϊκό Στάδιο οφείλεται στο ότι εκεί ήταν, κατά την αρχαιότητα, το ιερό του Παγκρατίου Ηρακλέους (ως προστάτη του αγωνίσματος του παγκρατίου που ήταν συνδυασμός πυγμαχίας και πάλης).

Παλαιών Ανακτόρων (Συντάγματος)
Βρίσκεται στο χώρο του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη. Το κτίριο των Παλαιών Ανακτόρων (όπου σήμερα βρίσκεται η Βουλή των Ελλήνων κτίστηκε για να στεγάσει το βασιλέα Όθωνα. Αρχικά ο Όθων ήθελε να κτίσει το ανάκτορό του στην Ακρόπολη επενέβη όμως ο πατέρας του, ο φιλέλληνας βασιλιάς Λουδοβίκος Α’ της Βαυαρίας, και έτσι αποσοβήθηκε το ανοσιούργημα. Ο θεμέλιος λίθος μπήκε το 1836 και το έργο τελείωσε το 1840. Το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών ανέγερσης του κτιρίου ανέλαβε ο πατέρας του Όθωνα Λουδοβίκος Α’. Η Βουλή στεγάστηκε εκεί το 1922. Αργότερα, η πλατεία ονομάστηκε για να τιμηθεί το Σύνταγμα, ο πρώτος Καταστατικός Χάρτης της Χώρας, που ρυθμίζει τον τρόπο οργάνωσης της πολιτικής εξουσίας και τι σχέσεις της με τους πολίτες. Το πρώτο Σύνταγμα αποφασίστηκε να δοθεί από τον Όθωνα ύστερα από την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 με αρχηγούς τους Δημ. Καλλέργη, Ι. Μακρυγιάννη κ.α. Ο σχετικός νόμος ψηφίστηκε από την Εθνοσυνέλευση του 1844. Τότε απέκτησαν για πρώτη φορά οι Έλληνες το δικαίωμα ψήφου.

Πλάκας (Φιλομούσου Εταιρείας = Προεπαναστατικής απελευθερωτικής οργάνωσης)
Για την προέλευση του ονόματος της συνοικίας αλλά και της πλατείας της Πλάκας υπάρχουν πολλές εκδοχές: Κατά τον Δημ. Καμπούρογλου η ονομασία οφείλεται σε μία μεγάλη πέτρινη πλάκα που βρέθηκε κοντά στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου (μέσα στον αρχαιολογικό χώρο του θεάτρου Διονύσου). Κατά άλλη εκδοχή η ονομασία προέρχεται από την αλβανική λέξη «πλιάκα» που σημαίνει παλαιός. Επικράτησε κατά την εγκατάσταση Αρβανιτών «γκαγκαρέων» κατά τον 17οαιώνα στην περιοχή γύρω από την Ακρόπολη που ήταν έρημη και εγκαταλελειμμένη μετά τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους. Οι αρβανίτες αυτοί έλεγαν ότι κατοικούν στην «πλιάκα» (παληά) Αθήνα και έτσι έμεινε το όνομα.

Ρηγίλλης
Ρήγιλλα Αππία-Αννια (Β΄ μ.Χ αιώνας): σύζυγος του Αθηναίου σοφιστή και πολιτικού Ηρώδου του Αττικού. Πέθανε λίγο μετά το γάμο τους που έγινε γύρω στο 143 μ.Χ. Ο Ηρώδης κατηγορήθηκε τότε από τους εχθρούς του ότι ήταν υπαίτιος του θανάτου της, αθωώθηκε όμως μετά από δίκη στη Ρώμη και στη μνήμη της ίδρυσε στους νοτιοανατολικούς πρόποδες της Ακροπόλεως το Ηρώδειον (Ωδείον Ηρώδου του Αττικού) που ονομάστηκε «επί Ρηγίλλη». Κατ’ άλλους η Ρηγίλλα πέθανε γύρω στο 160 μ.Χ. Ο Ηρώδης ο (υιός του) Αττικού Τιβέριος-Κλαύδιος (103-179 μ.Χ.) γεννήθηκε στον Μαραθώνα, πήρε εξαιρετική μόρφωση και ήταν ένας από τους καλύτερους ρήτορες της εποχής του και δάσκαλος Ρωμαίων αυτοκρατόρων (ως ο Μάρκος Αυρήλιος). Πήρε ανώτατα αξιώματα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (Ύπατος & άρχων των Αθηνών). Είχε μεγάλη περιουσία και διέθεσε πολλά χρήματα σε έργα κοινής ωφελείας στην Κόρινθο, Δελφούς, Θερμοπύλες και την Αθήνα. Μεταξύ των δωρεών του ήταν και το Παναθηναϊκό Στάδιο, το οποίο αναμαρμαρώθηκε με δωρεά του Γ. Αβέρωφ προκειμένου να τελεσθούν οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες το 1896.

Φιλοπάππου
Φιλόπαππος Γάιος – Ιούλιος – Αντίοχος (Α΄ αιώνας μ.Χ.): Ύπατος και άρχων των Αθηνών από την Συρία (εγγονός του βασιλιά της Συρίας Αντίοχου Δ’). Ευεργέτησε την Αθήνα και ανακηρύχθηκε Αθηναίος πολίτης. Στον ομώνυμο λόφο απέναντι από την Ακρόπολη έκτισε το ομώνυμο μνημείο εις μνήμην του παππού του κ.α επιφανών. Κατά την αρχαιότητα ο λόφος του Φιλοπάππου ονομαζόταν «Μουσείον» (από τον εκεί τάφο του ποιητή Μουσαίου) ή λόφος Μουσών επειδή παλιά ήταν αφιερωμένος στις μούσες. Από τον λόφο του Φιλοπάππου ο Ενετός Φραγκίσκος Μοροζίνης βομβάρδισε την Ακρόπολη και κατέστρεψε τον ναό της Απτέρου Νίκης (1687)



Μάρω Βουγιούκα – Βασίλης Μεγαρίδης, “Οδωνυµικά – Η σημασία των ονομάτων των οδών της Αθήνας“, Δήμος Αθηναίων, Πολιτισμικός Οργανισμός 1977
greekcafemagazine.com


Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012

Κάποτε...



Κάποτε μιλούσαμε
τώρα σιωπή...
Κάποτε γελούσαμε
τώρα βλέπω τα σκυθρωπά πρόσωπά μας...
Κάποτε αγαπιόμαστε
τώρα τρομάζω και στη σκέψη μόνο
πως μπορεί να μ' αγγίξεις.

Κάποτε ονειρευόμαστε 

τώρα απλά παρακολουθώ τη ζωή σα θεατής
Παρακολουθώ τη ζωή μου
να με προσπερνά, χωρίς εμένα

Κάποτε...
κάναμε πράγματα μαζί...
όμως αλίμονο
δεν είχα καταλάβει
πως ήμουν μόνη μου.


Φίλες και φιλοι
Καλημέρα και καλή βδομάδα σε όλους μας!
Σε όσους αρέσει το διάβασμα έχω να σας προτείνω ένα βιβλίο -ένα μυθιστόρημα- σχεδόν ξεχασμένο! " Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων", ένα ιδιότυπο μυθιστόρημα γραμμένο από τέσσερεις διαφορετικούς συγγραφείς.
Την άνοιξη του 1958 η εφημερίδα "Ακρόπολις" δημοσίευσε σε συνέχειες, με τεράστια επιτυχία, αυτό που ονομάστηκε " Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων". Με πρωτοβουλία του Γιάννη Μαρή, παλιού συνεργάτη της "Ακροπόλεως", τέσσερεις από τους γνωστότερους συγγραφείς της γενιάς του '30, ο Στρατής Μυριβίλης, ο Μανώλης Καραγάτσης, ο Άγγελος Τερζάκης και ο Ηλίας Βενέζης, πείστηκαν, ύστερα από πολλές αμφιβολίες, να λάβουν μέρος σε ένα πείραμα εντελώς πρωτότυπο. Δέχτηκαν, δηλαδή, να γράψουν μαζί, αλλά εκ περιτροπής, ένα μυθιστόρημα, αλλά χωρίς να έχει προηγηθεί καμια συνεννόηση μεταξύ τους, ή να έχει συμφωνηθεί κάποιος σκελετός. Η σειρά με την οποία θα έγραφαν αποφασίστηκε με κλήρωση. Άρχισε ο Μυριβήλης, που κάλυψε την πρώτη εβδομάδα, συνέχισε ο Καραγάτσης, κι ακολούθησαν, ανά βδομάδα, ο Τερζάκης και ο Βενέζης. Η ίδια διαδικασία επαναλήφθηκε για τέσσερεις ακόμα εβδομάδες, ώσπου να ολοκληρωθεί το μυθιστόρημα με το Βενέζη. Ακολούθησε πανελλήνιος διαγωνισμός για τον "οριστικό" τίτλο του μυθιστορήματος, που θα τον διάλεγαν, ανάμεσα στους προτεινόμενους, οι ίδιοι οι συγγραφείς (στο διαγωνισμό συμμετείχαν 4.208 αναγνώστες).
Διαβάζοντας σήμερα το "Μυθιστόρημα των Τεσσάρων" δε θα πρέπει να ξεχνάμε τις ιδιότυπες αυτές συνθήκες κάτω από τις οποίες γράφτηκε και παρουσιάστηκε. Οι συνθήκες αυτές εξηγούν την όλη δομή του, τον αποσπασματικό, δηλαδή, χαρακτήρα του. Εξηγούν όμως επίσης και το κέφι που το διαπνέει, την επινόηση περίπλοκων καταστάσεων και μυστηρίων - όχι τόσο, όπως ίσως υποψιαζόμαστε, για να κινηθεί το ενδιαφέρον των αναγνωστών, όσο κυρίως για να δούμε πως θα ξεμπλέξει από τις κακοτοπιές ο φίλος συγγραφέας που ακολουθεί. Με το πνεύμα αυτό, του παιχνιδιού και του πειραματισμού πρέπει να πλησιάσουμε κι εμείς το "Μυθιστόρημα των Τεσσάρων"

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012




Μοναξιά !!!
γλυκιά, τρυφερή, νοσταλγική !!!

Ερημιά...
σκληρή, αδυσώπητη, ανελέητη...



Γέλα
γέλα μαζί μου όσο θες
δε με πονάει αυτό
το ψέμα με πονάει

Απ' όλα τα χρώματα 
το κίτρινο μ' αρέσει
το κίτρινο του ηλίανθου που στολίζει τη βιτρίνα της δυστυχίας μου
Οι ηλίανθοι γυρνούν 
πάντα στον ήλιο
στην αλήθεια

Σε κοιτώ με μάτια άδεια στο φως μιας αστραπής
βλέπω αυτό που κρύβεις
αυτό που δε λες
βλέπω την αλήθεια
που πεθαίνει

Η μέρα συντρίβεται
ο ήλιος φεύγει
ο ηλίανθος πεθαίνει από δίψα

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012



Η εξάρτηση της λογικής μου
από τη θεσμοποιημένη αυθεντία
της συνύπαρξης
αμφισβητήθηκε
άτολμα, δειλά, σιωπηρά, 
εδώ και καιρό.
Μα σήμερα απορρίφθηκε!
Μια διανοητιή εξέγερση
που σιγόβραζε χρόνια τώρα
σήμερα έγινε η πυριτιδαποθήκη
που έλαμψε ξαφνικά
και το ωστικό της κύμα
έγινε η βασική
κινητήρια δύναμη του νου μου
για τη ρηξηκέλευθη
και απροκατάληπτη διερεύνηση
όσων ζω και αποδέχομαι.

Είδα ξαφνικά
πως αυτό το "στερέωμα"
δεν είναι παρά μια
ψευδαίσθηση
ένα ψεύτικο είδωλο
που αυτοκατεδαφίστηκε
χωρίς να αφήσει ίχνη
που αυτοκαθορίστηκε αναξιόπιστο
που υπεξαίρεσε
το δικαίωμα
του κρίνειν, τολμάν, επιλέγειν,
ελεύθερα, ανεπηρέαστα.

Όμως
Κάποιος μ' έμαθε, παιδί ακόμα,
να είμαι άνθρωπος σκεπτόμενος
με νου, λογική, συναισθήματα
και όχι άβουλο όν
και ταπεινός προσκυνητής
ψεύτικων θεών,
χαλκών ή και χρυσών
ειδώλων


Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

«Χωρίς ποντίκια και χωρίς Ελληνες»


Οι ταραχές ξεκίνησαν την 1η Αυγούστου. Ομάδες πολιτών, απόστρατοι και βετεράνοι κατέβηκαν στο κέντρο για μια διαμαρτυρία που δεν ήταν σαν τις άλλες. Οι διαδηλωτές είχαν στόχο το ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τους μετανάστες. Μέρες νωρίτερα, μετανάστες ιδιοκτήτες ενός καφέ έδιωξαν από το μαγαζί τους πολίτη, ο οποίος στο μεθύσι του είχε πιάσει καυγά με τους σερβιτόρους. Το επεισόδιο πήρε μυθικές διαστάσεις. Ο κόσμος αναστατώθηκε από φήμες ότι μετανάστες ξυλοφόρτωσαν έναν αθώο πολίτη. Το βράδυ της 1ης Αυγούστου, πολίτες υποκινούμενοι από στρατιώτες, οπλισμένοι με λοστούς και ξύλα, επιτέθηκαν εναντίον των μεταναστών. Το πλήθος έσπασε βιτρίνες και κατέστρεψε ολοσχερώς καφέ και εστιατόρια, ενώ η αστυνομία και οι ειδικές δυνάμεις παρακολουθούσαν από απόσταση. Eπειτα από τέσσερις μέρες καταστροφών, όλα τα μαγαζιά των μεταναστών καταστράφηκαν, 150 άτομα τραυματίστηκαν και 25 προσήχθησαν στο αυτόφωρο.
Σε ποια γειτονιά της Αθήνας έγιναν αυτά τα επεισόδια και ο πληροφορημένος αναγνώστης δεν το πήρε χαμπάρι; Εχετε δίκιο να απορείτε. Τα γεγονότα αυτά που τόσο θυμίζουν τα συμβάντα στη Ραφήνα πριν από λίγες εβδομάδες, δεν συνέβησαν στην Ελλάδα του 2012 αλλά στο Τορόντο του Καναδά το 1918. Και, βέβαια, έχετε δίκιο να αναρωτιέστε γιατί είναι απαραίτητο να ξεθάψουμε μια τόσο παλιά ιστορία.
Ωστόσο, το επεισόδιο αυτό από την ιστορία του Καναδά έχει ιδιάζουσα σημασία για εμάς τους Ελληνες, καθώς στόχος των Καναδών πολιτών ήταν Ελληνες μετανάστες. Τον Αύγουστο του 1918, λοιπόν, πάνω από 5.000 Καναδοί επιτέθηκαν εναντίον των «βρωμο-Ελλήνων» κατοίκων του Τορόντο. Η καναδική ιστορία έχει κατατάξει αυτή τη ρατσιστική επίθεση, η οποία είχε τις ρίζες της στις κοινωνικές και πολιτικές αναταράξεις που έφερε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ανάμεσα στις «μεγάλες ντροπές» της χώρας.

«Ο Αύγουστος του 1918» αποτελεί μια από τις χειρότερες επιθέσεις κατά Ελλήνων μεταναστών, αλλά δεν είναι η μόνη. Το 1909, η ελληνική κοινότητα μπήκε στο στόχαστρο των κατοίκων της Ομάχα στη Νεμπράσκα, διότι τα αφεντικά στα εργοστάσια έφερναν Ελληνες εργάτες ως απεργοσπάστες. Ενα πλήθος 3.000 Αμερικανών κατέβηκε στην ελληνική γειτονιά για να παραδώσει τελεσίγραφο: «Αν θέλετε τη ζωή σας, να φύγετε από την Ομάχα». Στη Νέα Υόρκη, Αμερικανοί εστιάτορες έβαζαν ταμπέλες στις βιτρίνες τους που έλεγαν: «Αγνό αμερικανικό φαγητό. Χωρίς ποντίκια και χωρίς Ελληνες».

Η ελληνική παροικία της Βορείου Αμερικής έζησε για δεκαετίες τον ρατσισμό, την ξενοφοβία και τον κοινωνικό αποκλεισμό σε μια ήπειρο που αναγνώριζε μόνο τους «λευκούς» ως πολίτες και θεωρούσε τους Ελληνες κατώτερη φυλή. Η κοινωνική ανθρωπολογία της εποχής είχε κατατάξει τους Ελληνες βιολογικά και ηθικά σε μια υποδεέστερη φυλή και αυτού του τύπου τα ρατσιστικά επιχειρήματα χρησιμοποιούνταν από την πολιτεία αλλά και από εργοδότες που παραβίαζαν τα δικαιώματα των Ελλήνων μεταναστών. Οι Αμερικανοί περιφρονούσαν τους Ελληνες μετανάστες διότι τους θεωρούσαν απείθαρχους, βρώμικους και βίαιους και πίστευαν ότι οι Ελληνες δεν είχαν τον πατριωτισμό και την ευγενή ψυχή που απαιτούσε η χώρα. Στον αμερικανικό Νότο, οι Ελληνες, όπως και οι μαύροι και οι Μεξικανοί, αντιμετώπισαν τη βία και τον τρόμο της Κου-Κλουξ-Κλαν, της ρατσιστικής οργάνωσης που δεν απέχει πολύ σε ιδεολογία από τη Χρυσή Αυγή.

Ο απόδημος Ελληνισμός γνωρίζει καλά τι θα πει ρατσισμός και ποια είναι τα αποτελέσματά του. Επίσης αναγνωρίζει τις ευκαιρίες που του δόθηκαν στις νέες πατρίδες και είναι περήφανος για τη μεγάλη συμβολή όλων των μεταναστών στην ανάπτυξη των χωρών αυτών. Οπως μας θλίβει και μας οργίζει η συμπεριφορά των Καναδών και των Αμερικανών για τις φοβερές αδικίες που διέπραξαν με θύματα τους συμπατριώτες μας, εξίσου πρέπει να μας σοκάρει και η βία εναντίον μεταναστών στη Ραφήνα και οπουδήποτε αλλού. Αυτή η συμπεριφορά είναι ενάντια στις αξίες που θέλουμε να έχουμε ως έθνος και συνιστά βαθιά προσβολή στην ιστορική μνήμη των δικών μας μεταναστών που αγωνίστηκαν σκληρά για να κερδίσουν ίσα δικαιώματα και σωστή μεταχείριση και των δικών μας ξενιτεμένων πατεράδων.

Το κείμενο έγραψαν:
 Η δρ Αλεξάνδρα Φιλήνδρα;  καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόις στο Σικάγο.
 Ο δρ Διονύσης Μιντζόπουλος : ερευνητής στο νοσοκομείο Μακλίν του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ.


Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012





Με αφορμή την 28η Οκτώβρη- H αφήγηση του πατέρα


Printer-friendly version
Γιώτα Ιωαννίδου
«Δε μας ένοιαζε ο θάνατος. Γιατί ήμασταν νέοι, όρθιοι και κοιτούσαμε μακριά, μπροστά στην ιστορία… Στα δεκαεννιά και τα είκοσι πηγαίναμε στο εκτελεστικό απόσπασμα τραγουδώντας… »
Έτσι μάθαινα την ιστορία, μέσα από τις αφηγήσεις του πατέρα, του θείου, του σογιού, απ’ όσο θυμάμαι τον εαυτό μου. Γνώρισα το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, το αντάρτικο αλλά και την πείνα, τους δωσίλογους και τους ταγματασφαλίτες, τις φυλακές και τα ξερονήσια αλλά και τους κομμουνιστές κι όσους αγωνίζονταν μέσα από την μετάγγιση της εμπειρίας, των αγωνιών, των πόθων και του πόνου των δικών μου ανθρώπων.
Όταν το σχολικό εγχειρίδιο σταματούσε στο «ΟΧΙ» του Μεταξά, ένιωθα την οργή του πατέρα για το δικτάτορα της 4ης Αυγούστου, που μας τον μάθαιναν για ήρωα. Κι αν οι σχολικές διδαχές μιλούσαν για βασιλείς και αστούς πολιτικούς, που σώσανε τη χώρα, εγώ είχα ήδη την εικόνα στο μυαλό μου αυτών που την κοπάνησαν στην Αίγυπτο, μεταφέροντας εκεί τα βασιλικά τους παλάτια, ενώ ο απλός λαός πέθαινε από την πείνα.
Καταλάβαινα ότι το ΕΑΜ, κι όλοι αυτοί που πήραν τα όπλα και πάλεψαν για να λευτερωθεί αυτός ο τόπος, ήταν απαγορευμένες λέξεις στο σχολείο, αλλά ο πατέρας με είχε συνεπάρει με τις διηγήσεις του, ώστε να καταλαβαίνω, πως η αλήθεια πολλές φορές θα βγαίνει στην παρανομία, χωρίς να γίνεται ωστόσο μπορετό ολότελα να κρυφτεί. Μόνο κάθε φορά που μιλούσε για τα βασανιστήρια, τις ατελείωτες ώρες στη φυλακή, περιμένοντας την εκτέλεση, και τα μαρτύρια- μαρτυρίες στη Γυάρο, ζάρωνα στην αγκαλιά του από φόβο. Ένα φόβο όμως περίεργο, όχι με διάθεση να δεχθώ την υπογραφή δήλωσης στο άδικο για να σώσω τον εαυτό μου. Μα φόβο για το αν εγώ θα άντεχα  στην προσπάθεια να γίνουν όσα εκείνοι, οι καθημερινοί (!) κατά τα άλλα άνθρωποι, υπερασπίστηκαν με τόσο πάθος.
Ο πατέρας δεν ήταν διανοούμενος, ούτε ιστορικός. Είχε βγάλει με κόπο το γυμνάσιο και δούλευε εργάτης σε κλωστοϋφαντουργία. Την υπεραξία και λίγα γαλλικά, τα έμαθε στη φυλακή. Πάντα έλεγε πως τη μεγαλύτερη δύναμη στην αντίσταση και την επανάσταση, για τα δίκια του κόσμου, τη δίνουν οι «γραφιάδες» και οι «ξεβράκωτοι».
Ο πατέρας έζησε και σε καλύτερες εποχές. Οι δάσκαλοι νικήσαν το φόβο και τις διώξεις και ξαναπήραν το νήμα της ιστορίας να το υφάνουν, πιο ορθά στα μυαλά μας. Τα βιβλία αλλάξανε πολλές φορές, μα πάντα την ιστορία την καταλάβαιναν τα παιδιά όταν ένας δάσκαλος μετάγγιζε τη ψυχή του και έστεκε ορθός με τους αγώνες του να τη διδάξει.
Ο πατέρας έχει πια πεθάνει. Δεν έζησε κι αυτή την αλλαγή των καιρών. Όπου πάνω στην κοινωνική καταβύθιση, η καπιταλιστική κρίση ξαναφέρνει τα τάγματα εφόδου να παρελαύνουν στους δρόμους και στα μυαλά των παιδιών. Η αφήγησή του βέβαια είχε τα τελευταία χρόνια υποχωρήσει. Όχι γιατί τον κούρασε η αρρώστια. Η αγορά και ο καπιταλισμός ήταν σε επέλαση, πάνω στα ερείπια ενός Οκτώβρη που δεν μπόρεσε. Η ιστορία, έλεγαν κάποιοι πως σταμάτησε και η πλαστική ευμάρεια, των δανείων και των μάνατζερ πήρε το πάνω χέρι. Όραμα έγιναν οι γιάπις, όσοι τα κονομάνε κι όσοι κοιτάνε την πάρτη τους. Έτσι η σιωπή αντικατέστησε την αύρα της δυνατότητας μιας άλλης κοινωνίας. Αρκετοί δάσκαλοι, σώπασαν ή παραγκωνίστηκαν από τις δεξιότητες, τα προγράμματα και τα φροντιστήρια εκγύμνασης για μια καριέρα σπουδαία. Τα οράματα θεωρούνταν πια ανοησία κάποιων μη ρεαλιστών.
Η ιστορία γέμισε χρονολογίες κι άδειασε από νεύρο και συναίσθημα. Και τώρα έρχεται να ξαναγραφτεί από αυτούς που την πρόδωσαν. Ήρωες οι δωσίλογοι και οι ταγματασφαλίτες, εθνικιστές που νοιάστηκαν την πατρίδα και γι’ αυτό υπηρέτησαν πιστά τους Γερμανούς και το σύστημα. Καθαρά τα χέρια που χαιρετούν φασιστικά. Το αίμα το ξέπλυναν οι θύελλες της κρίσης. Μάγκες οι νταβατζήδες της κοινωνικής απόγνωσης, που προκειμένου να μην πειραχθούν τα μεγάλα αφεντικά, την στρέφουν ανάμεσα στους εργαζόμενους, τους άνεργους, τους φτωχούς και τους κατατρεγμένους. Υποταγή στον φωτισμένο ηγέτη και καταρράκωση οποιασδήποτε αξιοπρέπειας και ελεύθερης σκέψης. Οι κομμουνιστές και οι αγωνιστές, οι συνδικαλιστές πάλι στο απόσπασμα, όπως τότε, ρίχνοντας πάνω τους τις ευθύνες για μια κοινωνία και ένα πολιτικό σύστημα που σαπίζει και γεννά τη φασιστική σκιά στην αποφορά του.
Ο πατέρας, πάρα πολλοί πατεράδες και μανάδες, εκείνης της εποχής αναμετρήθηκαν με το τέρας, σε καιρούς  δίσεκτους. Δεν υπολόγισαν ότι ο εχθρός ήταν πιο δυνατός. Ποτέ εξάλλου το «Κούγκι» και το «Κάστρο του Υμητού», δεν μέτρησε τις δυνάμεις του με τη ρεαλιστικότητα, γι αυτό έγιναν φώτα πορείας για πολλές γενιές. Τα οράματα ψηλώνουν τις καρδιές των ανθρώπων, η αύρα τους χαϊδεύει τις επιλογές τους. Και λες και λένε όλοι: «ναί το ‘καναν, γιατί έτσι έπρεπε» κι όχι γιατί υπολόγισαν πως είχαν τη νίκη ολόφωτη να περιμένει στο δρόμο. Αυτά τα οράματα, οι επιλογές, οι πράξεις των ανθρώπων, μας έδωσαν πνοή για να διαβούμε το κατώφλι του αιώνα. Μας έμαθαν την ιστορία, παρά κι ενάντια σε όσους κυρίαρχους, πάσχιζαν να την ξαναχαράξουν στα δικά τους μέτρα. Ζήσαμε την πρώτη μας νιότη με ιδέες, δικαιώματα, απολαβές που αυτοί μας «δάνεισαν». Κι ας το αγνοούσαν οι περισσότεροι. Κι ας νόμισαν πως ηττήθηκαν γιατί δεν έφτασαν στο τέλος που ονειρεύτηκαν.
Εμείς, τι θα αφήσουμε στα παιδιά μας; Έναν κόσμο λεηλατημένο από δικαιώματα, με τις ανάγκες στην παρανομία και την ελευθερία στο απόσπασμα; Άτολμοι καν να μεταγγίσουμε όσα πήραμε; Ανίκανοι να βγούμε από το λαγούμι του φόβου, μιας καθημερινότητας που καταλύεται, κλαψουρίζοντας και γλείφοντας την ανημπόρια μας; Κι αν δεν μπορούμε να χτίσουμε ολόκληρο το όνειρο μιας άλλης κοινωνίας, θα κοιτάμε μόνο προς τα κάτω προσκυνώντας ή θα τολμήσουμε να προκαλέσουμε την ιστορία, κι ας γίνουμε ένα νέο «κάστρο του Υμηττού»; «Αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, πως θα γενούνε τα σκοτάδια λάμψη»; έγραφε ο ποιητής
Ας είναι. Μέρες που είναι θέλησα να σταθώ δίπλα στους μαθητές μου, έξω από την σκουριά της συνήθειας. Κι ήρθε στο μυαλό μου η δική μου εικόνα σαν μαθήτρια. Κι έκρινα πως υπάρχει ακόμη ελπίδα να απολογίσουμε τους νεκρούς μας ενάντια στο φασισμό, όχι με άσκοπες και βαρετές νεκρολογίες, μα με αποφάσεις και επιλογές. Κοιτώντας τα παιδιά στα μάτια και φλογίζοντας ξανά τις καρδιές τους, με τις υποσχέσεις του δικού μας ξεσηκωμού. Για να μπορούμε κι εμείς να ιστορούμε αυτό τον ξεσηκωμό και να ζεσταίνουμε τις καρδιές των μελλούμενων γενιών, όπως οι πατεράδες και οι μανάδες μας.



Σύντομη Περιγραφή: 

Γιώτα Ιωαννίδου
Το «Κούγκι» και το «Κάστρο του Υμητού», δεν μέτρησαν τις δυνάμεις τους με τη ρεαλιστικότητα, γι αυτό έγιναν φώτα πορείας για πολλές γενιές. Τα οράματα ψηλώνουν τις καρδιές των ανθρώπων, η αύρα τους χαϊδεύει τις επιλογές τους. Και λες και λένε όλοι: «ναί το ‘καναν, γιατί έτσι έπρεπε» κι όχι γιατί υπολόγισαν πως είχαν τη νίκη ολόφωτη να περιμένει στο δρόμο.

ΠΗΓΗ: αριστερό  blog

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012


Παροιμιώδεις φράσεις και το νόημά τους
Τι δουλειά έχουν οι κουτσοί και οι σvτραβοί τον άγιο Παντελεήμονα; Τι μας νοιάζει αν η αχλάδα έχει την ουρά μπροστά ή πίσω; Ποιος ήταν ο Κουτρούλης που έκανε τέτοιο πάταγο με το γάμο του; Ποιος Γιάννης πίνει και κερνάει;

ΚΟΥΤΣΟΙ ΣΤΡΑΒΟΙ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ
Στα 1830, σ' ένα χωριουδάκι της Κυνουρίας, στο Άστρος, παρουσιάστηκε ένας περίεργος άνθρωπος, που άρχισε να διαδίδει επίμονα ότι ήταν ο... Άγιος Παντελεήμονας, που ήρθε να σώσει τον κόσμο από τις διάφορες αρρώστιες, που τον μάστιζαν. Όπως ξέρουμε όλοι μας σχεδόν, ο πραγματικός Άγιος Παντελεήμονας είναι ο προστάτης των ανάπηρων και οι Χριστιανοί πιστεύουν ότι γιατρεύει, εκτός από τις άλλες παθήσεις και τις παραμορφώσεις του σώματος, καθώς και τους τυφλούς. Ο άγνωστος, ωστόσο, του Άστρους δεν έκανε το παραμικρό θαύμα. Επειδή, όμως, δεν ενοχλούσε κανέναν με την παρουσία, τον άφηναν να λέει ό,τι θέλει. Παρ όλ' αυτά, η φήμη πως στο όμορφο χωριό της Κυνουρίας παρουσιάστηκε ο Άγιος Παντελεήμονας, απλώθηκε γρήγορα σε όλη την τότε Ελλάδα. Όπως ήταν επόμενο, όσοι έπασχαν από τα μάτια τους, τ' αφτιά τους, τα πόδια τους και από ένα σωρό άλλες ασθένειες, παράτησαν τα σπίτια τους και τις δουλειές τους και ξεκίνησαν να πάνε στο Άστρος, με την ελπίδα ότι θα γίνουν καλά. Κι ήταν τόσοι πολλοί αυτοί οι ανάπηροι, ώστε από τα διάφορα χωριά που περνούσαν, έλεγαν οι άλλοι που τους έβλεπαν: «Κουτσοί, στραβοί, στον Άγιο Παντελεήμονα»

ΠΙΣΩ ΕΧΕΙ Η ΑΧΛΑΔΑ ΤΗΝ ΟΥΡΑ
Οι Ενετοί, που άλλοτε κυριαρχούσαν στις θάλασσες, εγκαινίασαν πρώτοι τα ιστιοφόρα μεταγωγικά, όταν ήθελαν να μεταφέρουν το στρατό τους. Τα καράβια αυτά ήταν ξύλινα και πελώρια και είχαν σχήμα αχλαδιού. Έσερναν δε τις περισσότερες φορές πίσω τους ένα μικρό καραβάκι, που έβαζαν μέσα τον οπλισμό και τα πολεμοφόδια, όπως ακόμα τρόφιμα και διάφορα πολεμικά σύνεργα. Οι Έλληνες τα είχαν βαφτίσει αχλάδες από το σχήμα τους. Έτσι όταν καμιά φορά στο πέλαγος παρουσιαζότανε κανένα άγνωστο καράβι, οι νησιώτες ( βιγλάτορες) ανέβαιναν πάνω στους βράχους και απ'εκεί παρακολουθούσαν με αγωνία τις κινήσεις του. Αν ήταν απλώς ιστιοφόρο, δεν ανησυχούσαν τόσο, γιατί υπήρχε πιθανότης να συνεχίσει αλλού τον δρόμο του. Αν όμως ήταν "Αχλάδα" τους έπιανε πανικός, γιατί καταλάβαιναν ότι σε λίγο θ'άρχιζαν μάχες, πολιορκίες, πείνες και θάνατοι. Έφευγαν τότε για να πάνε να ετοιμάσουν την άμυνα τους. Από στόμα σε στόμα κυκλοφορούσε η φήμη ότι η "Αχλάδα" έχει πίσω την ουρά. Με την ουρά εννοούσαν το καραβάκι που έσερνε το μεταγωγικό. Άρα επίθεση. Και έλεγαν: "Πίσω έχει η Αχλάδα την ουρά", τι θα γίνει;

ΠΛΗΡΩΣΕ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ
Οι φόροι πριν από το 19ο αιώνα ήταν τόσοι πολλοί στην Ελλάδα, ώστε όσοι δεν είχαν να πληρώσουν, έβγαιναν στο βουνό. Για τη φοβερή αυτή φορολογία, ο ιστορικός Χριστόφορος Άγγελος, γράφει τα εξής χαρακτηριστικά: «Οι επιβληθέντες φόροι ήσαν αναρίθμητοι, αλλά καί άνισοι. Εκτός της δέκατης, του εγγείου και της διακατοχής των ιδιοκτησιών, έκαστη οικογένεια κατέβαλε χωριστά φόρον καπνού (εστίας), δασμόν γάμου, δούλου και δούλης καταλυμάτων, επαρχιακών εξόδων καφτανίων, καρφοπετάλλων και άλλων εκτάκτων. Ενώ δε ούτο βαρείς καθ' εαυτούς ήσαν οί επιβληθέντες φόροι, έτι βαρυτέρους και αφορήτους καθίστα ο τρόπος της εισπράξεως και η δυναστεία των αποσταλλομένων πρός τούτο υπαλλήλωνη εκμισθωτών. Φόρος ωσαύτως ετίθετο απί των ραγιάδων (υπόδουλος-τουρκ.raya) εκείνων οίτινες έτρεφον μακράν κόμην». Από το τελευταίο αυτό, έμεινε παροιμιώδης η φράση: «πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του»

ΠΡΑΣΣΕΙΝ ΑΛΟΓΑ
Όταν κάποιος σε μία συζήτηση μας λέει πράγματα με τα οποία διαφωνούμε ή μας ακούγονται παράλογα, συνηθίζουμε να λέμε: "Μα τί είναι αυτά που μου λες? Αυτά είναι αηδίες και πράσσειν άλογα!".Το "πράσσειν άλογα" λοιπόν, δεν είνα πράσινα άλογα όπως πιστεύει πολύς κόσμος, όπως τα μικρά μου πόνυ, αλλά αρχαία ελληνική έκφραση.Προέρχεται εκ του ενεργητικού απαρέμφατου του ρήματος "πράττω" ή/και "πράσσω" (τα δύο τ, αντικαθίστανται στα αρχαία και από δύο σ), που είναι το "πράττειν" ή/και "πράσσειν" και του "άλογο" που είναι ουσιαστικά το ουσιαστικό "λόγος"=λογική (σε μία από τις έννοιες του) με το α στερητικό μπροστά. Α-λογο=παράλογο =>Πράσσειν άλογα, το να κάνει κανείς παράλογα πράγματα

ΣΑΡΔΑΜ
Η λέξη δεν έχει ετυμολογική ρίζα, αλλά προέρχεται από τον αναγραμματισμό του επιθέτου Μάνδρας. Ο Αχιλλέας Μάνδρας, ηθοποιός - σκηνοθέτης, γεννήθηκε το 1875 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν ο πρώτος που γύρισε η ελληνική κινηματογραφική ταινία. Επειδή έκανε πολλά μπερδέματα την ώρα που έπαιζε, σκέφθηκε να τα ονοματίσει. Έτσι αναγραμμάτισε το επώνυμό του και μας έδωσε μια καινούρια λέξη. Την καλλιτεχνική λέξη «Σαρδάμ»

ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ
Στην Κόρινθο, που ήταν πλούσια πόλη, γίνονταν δύο πανηγύρια, για εμπόρους απ' όλο τον κόσμο. Το καθένα είχε διάρκεια ενάμιση μήνα. Όταν την κατέκτησαν οι Φράγκοι, αυτά συνεχίστηκαν. Όσοι συμμετείχαν σ' αυτά σαν να μην τρέχει τίποτα, έλεγαν, όταν τους ρωτούσαν, που πάνε : « είμαστε για τα πανηγύρια » . Έκφραση που σήμερα επικρατεί για όσους δεν έχουν επίγνωση της σοβαρότητας μιας κατάστασης

ΤΙ ΚΑΠΝΟ ΦΟΥΜΑΡΕΙΣ
Συχνά, για κάποιον που δεν ξέρουμε τι είναι, ρωτάμε συνήθως : « τι καπνό φουμάρει; ». Η φράση αυτή δεν προέρχεται, όπως νομίζουν πολλοί, από τη μάρκα των τσιγάρων που καπνίζει, αλλά κρατάει από τα βυζαντινά ακόμη χρόνια, ίσως και πιο παλιά. Η λέξη « καπνός » έχει εδώ την αρχαία σημασία της εστίας, δηλαδή, του σπιτιού. Ο ιστορικός Π. Καλλιγάς λέει κάπου : «Οι φορατζήδες έμπαιναν εις τας οικίας των εντόπιων και ερωτούν "τι καπνό φουμάρει εδώ; Κατά την απόκριση δε έβανον τον αναλογούντα φόρον». Όταν, λοιπόν, την εποχή εκείνη έλεγαν « καπνό », εννοούσαν σπίτι

ΕΒΓΑΛΕ ΤΗΝ ΜΠΕΜΠΕΛΗ
Μπέμπελη, είναι η ιλαρά (μεταδοτική, εξανθηματική νόσος). Η λέξη είναι σλαβικής προέλευσης (pepeli=στάχτη).
Η φράση «έβγαλε την μπέμπελη», σημαίνει ότι κάποιος ζεσταίνεται και ιδρώνει υπερβολικά.
Ο συσχετισμός της ζέστης με την ιλαρά, προκύπτει από την πρακτική ιατρική, σύμφωνα με την οποία, κάποιος που νοσεί από ιλαρά θα πρέπει να ντύνεται βαριά, έτσι ώστε να ζεσταθεί και να ιδρώσει και να «βγάλει» ή να «χύσει» έτσι από πάνω την αρρώστια (δηλαδή την μπέμπελη)

ΜΠΑΤΕ ΣΚΥΛΟΙ ΑΛΕΣΤΕ ΚΑΙ ΑΛΕΣΤΙΚΑ ΜΗ ΔΙΝΕΤΕ
Οι Φράγκοι, που είχαν υποδουλώσει άλλοτε την Ελλάδα, έκαναν τόσα μαρτύρια στούς κατοίκους, ώστε οι Έλληνες τούς βάφτισαν «Σκυλόφραγκους». Ό,τι είχαν και δεν είχαν, τούς το έπαιρναν, κυρίως όμως ενδιαφερόντουσαν για το αλεύρι, που τούς ήταν απαραίτητο για να φτιάχνουν ψωμί.
Κάποτε σ' ένα χωριουδάκι της Πάτρας μπήκαν μερικοί στρατιώτες σ' ένα μύλο και απαίτησαν από τον μυλωνά να τους αλέσει όλο το σιτάρι που υπήρχε εκεί, με την υπόσχεση ότι θα τού πλήρωναν τ' αλεστικά. Ο μυλωνάς ονομαζόταν Γιάννης Ζήσιμος, κι ήταν γνωστός για την παλικαριά του και την εξυπνάδα του. Όταν είδε τους Φράγκους να θέλουν να τού αρπάξουν το βιος του με το έτσι το θέλω, φούντωσε ολόκληρος. Συγκρατήθηκε, όμως, και δικαιολογήθηκε ότι δεν μπορεί μόνος του ν' αλέσει τόσες οκάδες σιτάρι. Οι στρατιώτες τού είπαν τότε ότι θα τον βοηθούσαν αυτοί. Ο Ζήσιμος τούς πέρασε στον μύλο και τούς είπε δήθεν ευγενικά: «Μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δώσετε». Ύστερα τούς κλείδωσε μέσα κι έβαλε φωτιά στο μύλο. Εκεί τούς έκαψε όλους σαν ποντίκια κι αυτός εξαφανίστηκε.

ΤΟΥ ΕΨΗΣΕ ΤΟ ΨΑΡΙ ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ
Ο λαός του Βυζαντίου γιόρταζε με μεγάλη κατάνυξη και πίστη όλες τις μέρες της Σαρακοστής. Το φαγητό του ήταν μαρουλόφυλλα βουτηγμένα στο ξίδι, μαυρομάτικα φασόλια, φρέσκα κουκιά και θαλασσινά. Στα μοναστήρια, όμως, ήταν ακόμη πιο αυστηρά, αν και πολλοί καλόγεροι, που δεν μπορούσαν να κρατήσουν περισσότερο τη νηστεία, έκαναν πολλές κρυφές.αμαρτίες κι έτρωγαν αβγά ή έπιναν γάλα. Αν τύχαινε, όμως, κανένας απ' αυτούς να πέσει στην αντίληψη των άλλων -ότι είχε σπάσει δηλαδή τη νηστεία του- καταγγελλόταν αμέσως στο ηγουμενοσυμβούλιο και καταδικαζόταν στις πιο αυστηρές ποινές.
Κάποτε λοιπόν, ένας καλόγερος, ο Μεθόδιος, πιάστηκε να τηγανίζει ψάρια μέσα σε μια σπηλιά, που ήταν κοντά στο μοναστήρι. Το αμάρτημά του θεωρήθηκε φοβερό. Το ηγουμενο συμβούλιο τον καταδίκασε τότε στην εξής τιμωρία: Διάταξε και του γέμισαν το στόμα με αναμμένα κάρβουνα και κει πάνω έβαλαν ένα ωμό ψάρι, για να.ψηθεί! Το γεγονός αυτό το αναφέρει ο Θεοφάνης. Φυσικά ο καλόγερος πέθανε έπειτα από λίγο μέσα σε τρομερούς πόνους. Αλλά ωστόσο έμεινε η φράση «Μου έψησε το ψάρι στα χείλη» ή «Του έψησε το ψάρι στα χείλη»

ΜΑΣ ΑΛΛΑΞΑΝ ΤΑ ΦΩΤΑ
Μια παράξενη συνήθεια στην Αγγλία ήταν να κατραμώνουν τους λαθρέμπορους. Τους κρεμούσαν στις ακτές της θάλασσας, τους άλειβαν με πίσσα και τους άφηναν εκεί να αιωρούνται βδομάδες, μήνες και χρόνια, καμιά φορά. Έβαζαν δε τις κρεμάλες σε απόσταση πάνω στους βράχους της παραλίας. Αυτή η απάνθρωπη συνήθειο κράτησε ως τα τελευταία, σχεδόν, χρόνια. Στα 1822, έβλεπε κανείς στον πύργο του Δούβρου τρεις τέτοιους κρεμασμένους. Η Αγγλία έκανε τα ίδια με τους κλέφτες, τους εμπρηστές και τους δολοφόνους. Ο Τζον Πέιvτερ, που έβαλε φωτιά στα ναυτομάγαζα του Πόρτσμουθ, κρεμάστηκε και κατραμώθηκε στα 1776. Ο αβάς Κόγερ τον ξαναείδε στα 1777. Ο Πέιντερ ήταν αλυσοδεμένος και κρεμασμένος πάνω από τα ερείπια που είχε προξενήσει ο ίδιος, τον φρεσκοπίσσωναν δε από καιρό σε καιρό, για να διατηρείται. Τέλος, τον αντικατέστησαν ύστερα από τέσσερα χρόνια.
Με τον ίδιο τρόπο οι Βυζαντινοί τιμωρούσαν πολλούς εγκληματίες, που έκαναν, όμως και χρέη φαναριών!
Τους έβαζαν, δηλαδή, φωτιά στα πόδια και τους άφηναν να καίγονται σαν λαμπάδες. Και φαίνεται πως οι δολοφόνοι ήταν πολλοί την εποχή εκείνη, αφού για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα φώτιζαν τον Κεράτιο κόλπο. Αργότερα, όμως, τους αντικατέστησαν με αληθινούς πυρσούς. Αυτοί ωστόσο, που ήθελαν να καίγονται οι εγκληματίες, έλεγαν δυσαρεστημένοι: «Μας άλλαξαν τα φώτα»

ΑΚΟΜΑ ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΙΔΑΝΕ, ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΝ ΒΑΦΤΙΣΑΝΕ
Ο Τριπολιτσιώτης Αγγελάκης Νικηταράς, παράγγειλε κάποτε του Κολοκοτρώνη -που ήταν στενός του φίλος- να κατέβει στο χωριό, για να βαφτίσει το μωρό του. Ο Νικηταράς τού παράγγειλε ότι το παιδί επρόκειτο να το βγάλουν Γιάννη, αλλά για να τον τιμήσουν, αποφάσισαν να του δώσουν τ' όνομά του, δηλαδή Θεόδωρο.
Ο θρυλικός Γέρος του Μοριά απάντησε τότε, πως ευχαρίστως θα πήγαινε μόλις θα «έκλεβε λίγον καιρό», γιατί τις μέρες εκείνες έδινε μάχες. Έτσι θα πέρασε ένας ολόκληρος μήνας σχεδόν κι ο Κολοκοτρώνης δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που είχε δώσει.
Δεύτερη, λοιπόν, παραγγελία του Νικηταρά. Ώσπου ο Γέρος πήρε την απόφαση και με δύο παλικάρια του κατέβηκε στο χωριό. Αλλά μόλις μπήκε στο σπίτι του φίλου του, δεν είδε κανένα μωρό, ούτε καμμιά προετοιμασία για βάφτιση.
Τι είχε συμβεί: Η γυναίκα του Νικηταρά ήταν στις μέρες της να γεννήσει. Επειδή όμως, ο τελευταίος ήξερε πως ο Γέρος ήταν απασχολημένος στα στρατηγικά του καθήκοντα και πως θ' αργούσε οπωσδήποτε να τους επισκεφτεί -οπότε θα είχε γεννηθεί πια το παιδi- τού παράγγελνε και τού ξαναπαράγγελνε προκαταβολικά για τη βάφτιση.
Όταν ο Κολοκοτρώνης άκουσε την.απολογία του Νικηταρά, ξέσπασε σε δυνατά γέλια και φώναξε:
- Ωχού! Μωρέ, ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε!

ΑΛΑ ΜΠΟΥΡΝΕΖΙΚΑ
Μπουρνέζικα, λοιπόν, είναι η γλώσσα που θα μιλούσαν σε κάποιο τόπο ή και θα μιλάνε ακόμα, γιατί ο τόπος αυτός πράγματι υπάρχει. Είναι σε μια περιοχή του Σουδάν, όπου ζει η φυλή Μπουρνού.
Η γλώσσα αυτή ήρθε στην Ελλάδα κατά την Επανάσταση του 1821, με την φυλή των Μπουρνού η οποία αποτελούσε τμήμα του εκστρατευτικού σώματος του Αιγύπτιου στρατηγού Ιμπραήμ.
Καθώς η αραβική γλώσσα είναι αρκετά δύσκολη και μάλιστα στις διαλέκτους της, σε μας τους Έλληνες, λοιπόν δίκαια, όσα θ' ακούγαμε από αυτούς, θα φαίνονταν «αλά μπουρνέζικα», δηλαδή ακατανόητα.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΙΝΕΙ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΕΡΝΑΕΙ
Ανάμεσα στα παλικάρια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ξεχώριζε ένας Τριπολιτσιώτης, ο Γιάννης Θυμιούλας, που είχε καταπληκτικές διαστάσεις: Ήταν δυο μέτρα ψηλός, παχύς και πολύ δυνατός (λέγεται ότι με το ένα του χέρι μπορούσε να σηκώσει και άλογο).
Ο Θυμιούλας έτρωγε στην καθισιά του ολόκληρο αρνί, αλλά και πάλι σηκωνόταν πεινασμένος. Έπινε όμως και πολύ. Παρόλα αυτά ήταν εξαιρετικά ευκίνητος, δε λογάριαζε τον κίνδυνο κι όταν έβγαινε στο πεδίο της μάχης, ο εχθρός μόνο που τον έβλεπε, τρόμαζε στη θέα του. Πολλοί καπεταναίοι, μάλιστα, όταν ήθελαν να κάνουν καμιά τολμηρή επιχείρηση, ζητούσαν από τον Κολοκοτρώνη να τους τον.δανείσει!
Κάποτε ωστόσο, ο Θυμιούλας, μαζί με άλλους πέντε συντρόφους του, πολιορκήθηκαν στη σπηλιά ενός βουνού. Και η πολιορκία κράτησε κάπου τρεις μέρες. Στο διάστημα αυτό, είχαν τελειώσει τα λιγοστά τρόφιμα που είχαν μαζί τους οι αρματολοί και ο Θυμιούλας άρχισε να υποφέρει αφάνταστα. Στο τέλος, βλέποντας ότι θα πέθαινε από την πείνα, αποφάσισε να κάνει μια ηρωική εξόρμηση, που ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Άρπαξε το χαντζάρι του, βγήκε από τη σπηλιά και με απίστευτη ταχύτητα, άρχισε να τρέχει ανάμεσα στους πολιορκητές, χτυπώντας δεξιά και αριστερά. Ο εχθρός σάστισε, προκλήθηκε πανικός και τελικά τρόμαξε και το 'βαλε στα πόδια. Έτσι, γλίτωσαν όλοι τους.
Ο Θυμιούλας κατέβηκε τότε σ' ένα ελληνικό χωριό, έσφαξε τρία αρνιά και τα σούβλισε. Ύστερα παράγγειλε και του έφεραν ένα «εικοσάρικο» βαρελάκι κρασί κι έπεσε με τα μούτρα στο φαγοπότι. Φυσικά, όποιος χριστιανός περνούσε από κει, τον φώναζε, για να τον κεράσει. Πάνω στην ώρα, έφτασε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ρώτησε να μάθει, τι συμβαίνει.
- Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει! απάντησε ο προεστός του χωριού.
Όπως λένε, αυτή η φράση, αν και παλιότερη, έμεινε από αυτό το περιστατικό. Παραπλήσια είναι και η αρχαιότερη έκφραση: «Αυτός αυτόν αυλεί»

ΤΑ ΙΔΙΑ ΠΑΝΤΕΛΑΚΗ ΜΟΥ, ΤΑ ΙΔΙΑ ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΟΥ
Η παροιμιώδης αυτή έκφραση, οφείλεται σε έναν Κρητικό, που ονομάζονταν Παντελής Αστραπογιαννάκης.
Όταν οι Ενετοί κυρίευσαν τη Μεγαλόνησο, αυτός πήρε τα βουνά μαζί με μερικούς τολμηρούς συμπατριώτες του. Από εκεί κατέβαιναν τις νύχτες και χτυπούσαν τους κατακτητές μέσα στα κάστρα τους.
Για να δίνει, ωστόσο, κουράγιο στους νησιώτες, τους υποσχόταν ότι θα ελευθέρωναν γρήγορα την Κρήτη.
Με το σήμερα, όμως, και με το αύριο, ο καιρός περνούσε και η κατάσταση του νησιού αντί να καλυτερεύει, χειροτέρευε.
Οι Κρητικοί άρχισαν ν' απελπίζονται. Μα ο Αστραπογιαννάκης δεν έχανε το θάρρος του, εξακολουθούσε να τους δίνει ελπίδες για σύντομη απελευθέρωση. Οι συμπατριώτες του, όμως, δεν τα πίστευαν πια. Όταν, λοιπόν, το ασύγκριτο εκείνο παλικάρι πήγαινε να τους μιλήσει, όλοι μαζί του έλεγαν: «Ξέρουμε τι θα πεις. Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μoυ!».

ΤΑ ΒΡΗΚΕ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙΑ
Η προέλευση της φράσης ανάγεται σε ένα πραγματικό γεγονός, που έλαβε χώρα κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα από μια μονομαχία.
Εκατό χρόνια μετά το πάρσιμο του φρουρίου της Ακροκορίνθου από το Λέοντα το Σγουρό, οι Φράγκοι γιόρτασαν στην Κόρινθο με μεγάλη τελετή αυτή την επέτειο. Οι ευγενείς έκαναν ιππικούς αγώνες κάτω από τα βλέμματα των ωραίων γυναικών. Νικητές ξεχώρισαν δυο: Ο Ελληνογάλλος δούκας των Αθηνών Γουίδος -μόλις 20 χρονών- και ο Νορμανδός Μπουσάρ, φημισμένος καβαλάρης και οπλομάχος.
Εκείνη την ημέρα κάλεσε σε μονομαχία ο «Μπάιλος» του Μορέα, Νικόλαος Ντε Σαιντομέρ, τον παλατίνο της Κεφαλλονιάς Ιωάννη, που φοβήθηκε τη δύναμη του αντιπάλου του κι αρνήθηκε να χτυπηθεί με την πρόφαση ότι το άλογό του ήταν αγύμναστο. Αλλά ο Μπουσάρ τον ντρόπιασε μπροστά σε όλους, γιατί ανέβηκε πάνω σ' αυτό το ίδιο το άλογο κι έκανε τόσα γυμνάσματα, ώστε να κινήσει το θαυμασμό των θεατών. Ύστερα, καλπάζοντας γύρω από την κονίστρα, φώναξε δυνατά: «Να το άλογο που μας παρέστησαν αγύμναστο».
Αυτό βέβαια, ήταν αρκετό για να προκαλέσει το θανάσιμο μίσος του Ιωάννη, ο οποίος έστειλε κρυφά έναν υπηρέτη του για να αλλάξει τα δυο ξίφη του Μπουσάρ με δυο πανομοιότυπα, αλλά ξύλινα, αυτά δηλαδή που είχαν για να γυμνάζονται οι αρχάριοι. Τα ξύλινα αυτά ξίφη τα ονόμαζαν «μπαστέν» και οι Έλληνες τα έλεγαν «μπαστούνια».
Όταν ο υπηρέτης κατάφερε να τα αλλάξει, ο Ιωάννης κάλεσε τον Μπουσάρ αμέσως σε μονομαχία. Ανύποπτος εκείνος τράβηξε το πρώτο ξίφος του και το βρήκε ξύλινο. Τραβά και το δεύτερο, κι αυτό «μπαστούνι». Και τα δυο τα βρήκε «μπαστούνια». Ο Ιωάννης κατάφερε τότε να τον τραυματίσει θανάσιμα στο στήθος.
Από τότε έμεινε η φράση: «Τα βρήκε μπαστούνια» και φυσικά δεν έχει σχέση με τα τραπουλόχαρτα ή τα μπαστούνια που γνωρίζουμε

ΑΛΛΟΣ ΠΛΗΡΩΣΕ ΤΗ ΝΥΦΗ
Στην παλιά Αθήνα του 1843, επρόκειτο να συγγενέψουν με γάμο δύο αρχοντικές οικογένειες: Του Γιώργη Φλαμή και του Σωτήρη Ταλιάνη. 
Ο Φλαμής είχε το κορίτσι και ο Ταλιάνης το αγόρι. Η εκκλησία, που θα γινόταν το μυστήριο, ήταν η Αγία Ειρήνη της Πλάκας. Η ώρα του γάμου είχε φτάσει και στην εκκλησία συγκεντρώθηκαν ο γαμπρός, οι συγγενείς και οι φίλοι τους. Μόνο η νύφη έλειπε.
Τι είχε συμβεί;
Απλούστατα. Η κοπέλα, που δεν αγαπούσε τον νεαρό Ταλιάνη, προτίμησε ν΄ ακολουθήσει τον εκλεκτό της καρδιάς της, που της πρότεινε να την απαγάγει. Ο γαμπρός άναψε από την προσβολή, κυνήγησε την άπιστη να την σκοτώσει, αλλά δεν κατόρθωσε να την ανακαλύψει.
Γύρισε στο σπίτι του παρ΄ ολίγο πεθερού του και του ζήτησε τα δώρα που είχε κάνει στην κόρη του. Κάποιος όρος όμως στο προικοσύμφωνο έλεγε πως οτιδήποτε κι αν συνέβαινε προ και μετά το γάμο μεταξύ γαμπρού και νύφης «δέ θά ξαναρχούτο τση καντοχή ουδενός οι μπλούσιες πραμάτιες καί τα τζόβαιρα όπου αντάλλαξαν οι αρρεβωνιασμένοι».
Φαίνεται δηλαδή, ότι ο πονηρός γερο-Φλαμής είχε κάποιες υποψίες από πριν, για το τι θα μπορούσε να συμβεί, γι' αυτό έβαλε εκείνο τον όρο. Κι έτσι πλήρωσε ο φουκαράς ο Ταλιάνης τα δώρα του άλλου.
Από τότε οι παλαιοί Αθηναίοι, όταν γινόταν καμιά αδικία σε βάρος κάποιου, έλεγαν ότι «άλλος πλήρωσε τη νύφη» κι έμεινε η φράση εώς και σήμερα

ΤΟΥ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗ Ο ΓΑΜΟΣ
«Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος» ή «Έγινε του Κουτρούλη το πανηγύρι» λέμε οι νεότεροι Έλληνες όταν πρόκειται για θορυβώδη συνάθροιση ή μεγάλη ακαταστασία. Ποιος είναι όμως αυτός ο Κουτρούλης και γιατί ο γάμος του να γίνει παροιμιώδης;
Ο καβαλλάριος (ιππότης) Ιωάννης ο Κουτρούλης, που πιθανώς ζούσε στη Μεθώνη, συγκατοίκησε με γυναίκα που είχε φύγει από το συζυγικό σπίτι μετά από σκάνδαλο, όπως φαίνεται. Η μη νόμιμη αυτή συγκατοίκηση τράβηξε την προσοχή της εκκλησίας, η οποία αφόρισε τη γυναίκα.
Πέρασαν εν τω μεταξύ δεκαεφτά χρόνια, και ο Κουτρούλης, μη εννοώντας να απομακρυνθεί από τη γυναίκα, πάντοτε προσπαθούσε να του επιτραπεί να την παντρευτεί νόμιμα. Πόσο μεγάλο θα ήταν το σκάνδαλο, και επομένως πόσο γνωστό στη μικρή κοινωνία της Μεθώνης, ο καθένας το φαντάζεται.
Ο νόμιμος και πρώτος σύζυγος που αντιδρούσε, για δεκαεφτά χρόνια βασάνιζε τον Κουτρούλη.
Τα πράγματα όμως μεταβλήθηκαν το Μάιο του 1394. Ο Πατριάρχης Αντώνιος ο Δ', στον οποίο η αφορισθείσα παρουσίασε διαζύγιο που είχε γίνει επί του εν τω μεταξύ αποθανόντος επισκόπου Μεθώνης Καλογεννήτου, με το οποίο ο γάμος θεωρούνταν νομίμως διαλελυμένος, αναγνώρισε το δίκιο της και με γράμματά του και προς τον μητροπολίτη Μονεμβασίας και τον επίσκοπο Μεθώνης επίτρεψε την με τις ευχές της εκκλησίας τέλεση του γάμου, εάν όμως αποδεικνυόταν ότι ο Κουτρούλης δεν είχε καμιά ιδιαίτερη σχέση με τη γυναίκα, με την οποία συγκατοικούσε, για όσο αυτή ζούσε με τον πρώτο σύζυγό της.
Τι αποδείχτηκε δεν ξέρουμε. φαίνεται όμως ότι η ανάκριση των ιεραρχών πιστοποίησε την αθωότητα του Κουτρούλη και έτσι ο γάμος έγινε. Αν θα γίνει ή όχι ο γάμος, συζητιόταν για δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια, και όταν επιτέλους έγινε, έγινε το ζήτημα της ημέρας. Στα στόματα των γυναικών και των περιέργων θα περιφερόταν αναμφίβολα η φράση «'Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος», όπου όλη η σπουδαιότητα έπεφτε στο ρήμα «έγινε».
Κατά το γάμο ωστόσο, που μάλλον πανηγύρι ήταν, είναι φυσικό να έγινε έκτακτο και εξαιρετικό γλέντι, αφενός μεν σε πείσμα του πρώτου συζύγου, αφετέρου δε για ικανοποίηση του πολύπαθου και καταξοδεμένου δεύτερου συζύγου, ο οποίος δεν ήταν κάποιος άγνωστος, ήταν ο εξαιτίας των γεγονότων διαβόητος καβαλλάριος Ιωάννης Κουτρούλης.
Στη φράση κατόπιν «Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος» τονιζόταν όχι πλέον η λέξη «έγινε», αλλά η γενική «του Κουτρούλη», η οποία έγινε συνώνυμη με το «θορυβωδώς» και η οποία είναι σήμερα η ιδιαίτερη λέξη όλης της φράσης.
Η φράση έγινε ευρύτατα γνωστή στα νεότερα χρόνια και μέσα από το ομώνυμο σατιρικό θεατρικό έργο του Αλέξανδρου Ρίζου-Ραγκαβή (1845), με το οποίο σατιρίζει και στηλιτεύει τα πολιτικά ήθη της εποχής του Όθωνα.

ΑΛΛΑΞΕ Ο ΜΑΝΩΛΙΟΣ ΚΑΙ ΕΒΑΛΕ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΤΟΥ ΑΛΛΙΩΣ
Στους χρόνους του Όθωνα, υπήρχε ένας γνωστός κουρελιάρης τύπος: Ο Μανώλης Μπατίνος.
Δεν υπήρχε κανείς στην Αθήνα που να μην τον γνωρίζει, μα και να μην τον συμπαθεί.
Οι κάτοικοι του έδιναν συχνά κανένα παντελόνι ή κανένα σακάκι, αλλά αυτός δεν καταδέχονταν να τα πάρει, γιατί δεν ήταν ζητιάνος.
Ήταν.ποιητής, ρήτορας και φιλόσοφος (έτσι πίστευε). Στεκόταν σε μια πλατεία και αράδιαζε ότι του κατέβαινε.
Κάποτε λοιπόν έτυχε να περάσει από εκεί ο Ιωάννης Κωλέττης.
Ο Μανώλης Μπατίνος τον πλησίασε και τον ρώτησε, αν έχει το δικαίωμα να βγάλει λόγο στη Βουλή.
Ο Κωλέττης του είπε ότι θα του έδινε ευχαρίστως άδεια αν πέτουσε απο πάνω του τα παλιόρουχα που φορούσε κι έβαζε άλλα.
Την άλλη μέρα ο Μανώλης παρουσιάστηκε στην πλατεία με τα ίδια ρούχα, αλλά τα είχε γυρίσει ανάποδα και φορούσε τα μέσα έξω.
Ο κόσμος τον κοιτούσε έκπληκτος.
Και τότε άκουσε αυτούς τους στίχους απο το στόμα του Μανώλη Μπατίνου:
«Άλλαξε η Αθήνα όψη,
σαν μαχαίρι δίχως κόψη,
πήρε κάτι απ' την Ευρώπη
και ξεφούσκωσε σαν τόπι.
Άλλαξαν χαζοί και κούφοι
και μας κάναν κλωτσοσκούφι.
Άλλαξε κι ο Μανωλιός
κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς».

ΚΑΤΑ ΦΩΝΗ ΚΙ Ο ΓΑΪΔΑΡΟΣ
Οι Φαραώ είχαν γαϊδάρους εξημερωμένους, που τους χρησιμοποιούσαν με τον ίδιο τρόπο, που τους χρησιμοποιούμε κι εμείς σήμερα.
Οι αρχαίοι, τους θεωρούσαν σαν σύμβολο πολλών αρετών και σαν ιερά ζώα.
Θεωρούσαν μάλιστα, πως όταν ένας γάιδαρος γκάριζε, προτού αρχίσει μια μάχη, οι Θεοί τους προειδοποιούσαν για την νίκη. Ήταν δηλαδή ένας καλός οιωνός.
Κάποτε ο Φωκίωνας ετοιμαζόταν να επιτεθεί στους Μακεδόνες του Φιλίππου, αλλά δεν ήταν τόσο βέβαιος για το αποτέλεσμα, επειδή οι στρατιώτες του ήταν λίγοι.
Τότε αποφάσισε να αναβάλει για λίγες μέρες την επίθεση, ώσπου να του στείλουν τις επικουρίες, που του είχαν υποσχεθεί οι Αθηναίοι.
Πάνω όμως, που ήταν έτοιμος να διατάξει υποχώρηση, άκουσε ξαφνικά το γκάρισμα ενός γαϊδάρου απ' το στρατόπεδό του.
- Κατά φωνή κι ο γάιδαρος! αναφώνησε ενθουσιασμένος ο Φωκίωνας.
Έτσι διέταξε ν' αρχίσει η επίθεση, με την οποία νίκησε τους Μακεδόνες.
Από τότε ο λόγος έμεινε, και τον λέμε συχνά, όταν βλέπουμε ξαφνικά κάποιον γνωστό ή φίλο μας, που δεν τον περιμέναμε.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΕΡΧΟΜΑΙ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΚΑΝΕΛΛΑ
Ίσως η χαρακτηριστικότερη πρόταση για την περιγραφή της ασυναρτησίας. Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, η πραγματική μορφή της φράσης είναι: "Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή καν' έλα'', που σημαίνει: έρχομαι από την Κωνσταντινούπολη και σε προσκαλώ να έρθεις στην κορυφή. Αποτελούσε μήνυμα των Σταυροφόρων, όταν επέστρεφαν από την κατακτημένη πλέον Κωνσταντινούπολη και καθόριζαν ως σημείο συνάντησης τους την κορυφή του λόφου. Όσο για την συνέχεια της φράσης...
"και βγάζω το καπέλο μου να μη βραχεί η ομπρέλα μου", φαίνεται ότι αποτελεί νεότερη προσθήκη όσων δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι σχέση είχε η Πόλη με την κανέλα

ΔΕ ΧΑΡΙΖΩ ΚΑΣΤΑΝΑ
Στα 1826 ο Ιμπραήμ έστειλε κατασκόπους του στην απόρθητη Μάνη, ντυμένους καστανάδες. Αυτοί για να πληροφορηθούν από τις γυναίκες και τα παιδιά που βρίσκονταν οι άντρες τους, άρχισαν να χαρίζουν τα κάστανα αντί να τα πουλάνε. Υποψιασμένοι οι ντόπιοι τους έπιασαν και τους ανάγκασαν να πουν την αλήθεια. Όταν οι κατάσκοποι ρώτησαν για την τύχη τους, οι Μανιάτες αποκρίθηκαν: "Εμείς δεν χαρίζουμε κάστανα", δηλαδή θα σας τιμωρήσουμε

ΝΑ ΜΕΝΕΙ ΤΟ ΒΥΣΣΙΝΟ
Η λαϊκή αυτή έκφραση που γεννήθηκε κάπου μεταξύ 1900 και 1905 και σήμερα δηλώνει άρνηση (εναλλακτικά «να (μού) λείπει το βύσσινο» ή «να μου λείπει»), προέρχεται από ένα περιστατικό που συνέβη σ' ένα καφενείο μεταξύ ενός βουλευτή κι ενός ψηφοφόρου του.

Ο ψηφοφόρος παρήγγειλε στον σερβιτόρο του καφενείου που συναντήθηκαν ένα γλυκό βύσσινο, για να κεράσει τον βουλευτή κι έτσι να πετύχει το -τί άλλο;- το ρουσφετάκι του. Ο βουλευτής, όμως, σκληρό καρύδι, δε φαινότανε διατεθειμένος να τον βοηθήσει. Αγανακτισμένος τότε ο ψηφοφόρος, που έβλεπε πως δε θα γινότανε τίποτα, φώναξε δυνατά στον σερβιτόρο: «Να μένει το βύσσινο!»

ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΤΑ ΛΑΧΑΝΑ
Την φράση «σπουδαία τα λάχανα» (εναλλακτικά και «σιγά τα λάχανα»), τη χρησιμοποιούμε σήμερα ειρωνικά, όταν θέλουμε να δηλώσουμε την δυσανάλογη αξία που προσδίδεται σε κάτι, σε σχέση με την πραγματική του αξία. Χρησιμοποιείται δηλαδή απαξιωτικά.
Προήλθε από το εξής περιστατικό:
Σε κάποιο χωριό, πριν από το 1821, πέρασε ο απεσταλμένος τού Μπέη, για να εισπράξει τη «δεκάτη». Η δεκάτη ήταν κι αυτή μία από τις πολλές φορολογίες τών χρόνων εκείνων. Όλοι όμως οι χωρικοί τού απάντησαν πως δεν είχαν να πληρώσουν τον φόρο, γιατί τα λάχανά τους (λάχανα ήταν η παραγωγή τους) έμεναν απούλητα. Τότε ο φοροεισπράκτορας τούς είπε πως θα έστελνε ζώα και ανθρώπους, για να φορτώσει τα λάχανα και έτσι να «πατσίζανε» με το χρέος τους. Έτσι και έγινε.
Από τότε, έμεινε να λένε οι χωρικοί (προφανώς ειρωνικά): «Σπουδαία τα λάχανα», όταν επρόκειτο να «πατσίσουν» τούς οφειλόμενους φόρους, με λάχανα

ΠΗΓΗ:Γιάννης Αντωνιάδης, (φ/μ)

Copyright©iepoxhtonakron/by:Ζαραγκα Κοροβεση Ποπη