Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012





Με αφορμή την 28η Οκτώβρη- H αφήγηση του πατέρα


Printer-friendly version
Γιώτα Ιωαννίδου
«Δε μας ένοιαζε ο θάνατος. Γιατί ήμασταν νέοι, όρθιοι και κοιτούσαμε μακριά, μπροστά στην ιστορία… Στα δεκαεννιά και τα είκοσι πηγαίναμε στο εκτελεστικό απόσπασμα τραγουδώντας… »
Έτσι μάθαινα την ιστορία, μέσα από τις αφηγήσεις του πατέρα, του θείου, του σογιού, απ’ όσο θυμάμαι τον εαυτό μου. Γνώρισα το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, το αντάρτικο αλλά και την πείνα, τους δωσίλογους και τους ταγματασφαλίτες, τις φυλακές και τα ξερονήσια αλλά και τους κομμουνιστές κι όσους αγωνίζονταν μέσα από την μετάγγιση της εμπειρίας, των αγωνιών, των πόθων και του πόνου των δικών μου ανθρώπων.
Όταν το σχολικό εγχειρίδιο σταματούσε στο «ΟΧΙ» του Μεταξά, ένιωθα την οργή του πατέρα για το δικτάτορα της 4ης Αυγούστου, που μας τον μάθαιναν για ήρωα. Κι αν οι σχολικές διδαχές μιλούσαν για βασιλείς και αστούς πολιτικούς, που σώσανε τη χώρα, εγώ είχα ήδη την εικόνα στο μυαλό μου αυτών που την κοπάνησαν στην Αίγυπτο, μεταφέροντας εκεί τα βασιλικά τους παλάτια, ενώ ο απλός λαός πέθαινε από την πείνα.
Καταλάβαινα ότι το ΕΑΜ, κι όλοι αυτοί που πήραν τα όπλα και πάλεψαν για να λευτερωθεί αυτός ο τόπος, ήταν απαγορευμένες λέξεις στο σχολείο, αλλά ο πατέρας με είχε συνεπάρει με τις διηγήσεις του, ώστε να καταλαβαίνω, πως η αλήθεια πολλές φορές θα βγαίνει στην παρανομία, χωρίς να γίνεται ωστόσο μπορετό ολότελα να κρυφτεί. Μόνο κάθε φορά που μιλούσε για τα βασανιστήρια, τις ατελείωτες ώρες στη φυλακή, περιμένοντας την εκτέλεση, και τα μαρτύρια- μαρτυρίες στη Γυάρο, ζάρωνα στην αγκαλιά του από φόβο. Ένα φόβο όμως περίεργο, όχι με διάθεση να δεχθώ την υπογραφή δήλωσης στο άδικο για να σώσω τον εαυτό μου. Μα φόβο για το αν εγώ θα άντεχα  στην προσπάθεια να γίνουν όσα εκείνοι, οι καθημερινοί (!) κατά τα άλλα άνθρωποι, υπερασπίστηκαν με τόσο πάθος.
Ο πατέρας δεν ήταν διανοούμενος, ούτε ιστορικός. Είχε βγάλει με κόπο το γυμνάσιο και δούλευε εργάτης σε κλωστοϋφαντουργία. Την υπεραξία και λίγα γαλλικά, τα έμαθε στη φυλακή. Πάντα έλεγε πως τη μεγαλύτερη δύναμη στην αντίσταση και την επανάσταση, για τα δίκια του κόσμου, τη δίνουν οι «γραφιάδες» και οι «ξεβράκωτοι».
Ο πατέρας έζησε και σε καλύτερες εποχές. Οι δάσκαλοι νικήσαν το φόβο και τις διώξεις και ξαναπήραν το νήμα της ιστορίας να το υφάνουν, πιο ορθά στα μυαλά μας. Τα βιβλία αλλάξανε πολλές φορές, μα πάντα την ιστορία την καταλάβαιναν τα παιδιά όταν ένας δάσκαλος μετάγγιζε τη ψυχή του και έστεκε ορθός με τους αγώνες του να τη διδάξει.
Ο πατέρας έχει πια πεθάνει. Δεν έζησε κι αυτή την αλλαγή των καιρών. Όπου πάνω στην κοινωνική καταβύθιση, η καπιταλιστική κρίση ξαναφέρνει τα τάγματα εφόδου να παρελαύνουν στους δρόμους και στα μυαλά των παιδιών. Η αφήγησή του βέβαια είχε τα τελευταία χρόνια υποχωρήσει. Όχι γιατί τον κούρασε η αρρώστια. Η αγορά και ο καπιταλισμός ήταν σε επέλαση, πάνω στα ερείπια ενός Οκτώβρη που δεν μπόρεσε. Η ιστορία, έλεγαν κάποιοι πως σταμάτησε και η πλαστική ευμάρεια, των δανείων και των μάνατζερ πήρε το πάνω χέρι. Όραμα έγιναν οι γιάπις, όσοι τα κονομάνε κι όσοι κοιτάνε την πάρτη τους. Έτσι η σιωπή αντικατέστησε την αύρα της δυνατότητας μιας άλλης κοινωνίας. Αρκετοί δάσκαλοι, σώπασαν ή παραγκωνίστηκαν από τις δεξιότητες, τα προγράμματα και τα φροντιστήρια εκγύμνασης για μια καριέρα σπουδαία. Τα οράματα θεωρούνταν πια ανοησία κάποιων μη ρεαλιστών.
Η ιστορία γέμισε χρονολογίες κι άδειασε από νεύρο και συναίσθημα. Και τώρα έρχεται να ξαναγραφτεί από αυτούς που την πρόδωσαν. Ήρωες οι δωσίλογοι και οι ταγματασφαλίτες, εθνικιστές που νοιάστηκαν την πατρίδα και γι’ αυτό υπηρέτησαν πιστά τους Γερμανούς και το σύστημα. Καθαρά τα χέρια που χαιρετούν φασιστικά. Το αίμα το ξέπλυναν οι θύελλες της κρίσης. Μάγκες οι νταβατζήδες της κοινωνικής απόγνωσης, που προκειμένου να μην πειραχθούν τα μεγάλα αφεντικά, την στρέφουν ανάμεσα στους εργαζόμενους, τους άνεργους, τους φτωχούς και τους κατατρεγμένους. Υποταγή στον φωτισμένο ηγέτη και καταρράκωση οποιασδήποτε αξιοπρέπειας και ελεύθερης σκέψης. Οι κομμουνιστές και οι αγωνιστές, οι συνδικαλιστές πάλι στο απόσπασμα, όπως τότε, ρίχνοντας πάνω τους τις ευθύνες για μια κοινωνία και ένα πολιτικό σύστημα που σαπίζει και γεννά τη φασιστική σκιά στην αποφορά του.
Ο πατέρας, πάρα πολλοί πατεράδες και μανάδες, εκείνης της εποχής αναμετρήθηκαν με το τέρας, σε καιρούς  δίσεκτους. Δεν υπολόγισαν ότι ο εχθρός ήταν πιο δυνατός. Ποτέ εξάλλου το «Κούγκι» και το «Κάστρο του Υμητού», δεν μέτρησε τις δυνάμεις του με τη ρεαλιστικότητα, γι αυτό έγιναν φώτα πορείας για πολλές γενιές. Τα οράματα ψηλώνουν τις καρδιές των ανθρώπων, η αύρα τους χαϊδεύει τις επιλογές τους. Και λες και λένε όλοι: «ναί το ‘καναν, γιατί έτσι έπρεπε» κι όχι γιατί υπολόγισαν πως είχαν τη νίκη ολόφωτη να περιμένει στο δρόμο. Αυτά τα οράματα, οι επιλογές, οι πράξεις των ανθρώπων, μας έδωσαν πνοή για να διαβούμε το κατώφλι του αιώνα. Μας έμαθαν την ιστορία, παρά κι ενάντια σε όσους κυρίαρχους, πάσχιζαν να την ξαναχαράξουν στα δικά τους μέτρα. Ζήσαμε την πρώτη μας νιότη με ιδέες, δικαιώματα, απολαβές που αυτοί μας «δάνεισαν». Κι ας το αγνοούσαν οι περισσότεροι. Κι ας νόμισαν πως ηττήθηκαν γιατί δεν έφτασαν στο τέλος που ονειρεύτηκαν.
Εμείς, τι θα αφήσουμε στα παιδιά μας; Έναν κόσμο λεηλατημένο από δικαιώματα, με τις ανάγκες στην παρανομία και την ελευθερία στο απόσπασμα; Άτολμοι καν να μεταγγίσουμε όσα πήραμε; Ανίκανοι να βγούμε από το λαγούμι του φόβου, μιας καθημερινότητας που καταλύεται, κλαψουρίζοντας και γλείφοντας την ανημπόρια μας; Κι αν δεν μπορούμε να χτίσουμε ολόκληρο το όνειρο μιας άλλης κοινωνίας, θα κοιτάμε μόνο προς τα κάτω προσκυνώντας ή θα τολμήσουμε να προκαλέσουμε την ιστορία, κι ας γίνουμε ένα νέο «κάστρο του Υμηττού»; «Αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, πως θα γενούνε τα σκοτάδια λάμψη»; έγραφε ο ποιητής
Ας είναι. Μέρες που είναι θέλησα να σταθώ δίπλα στους μαθητές μου, έξω από την σκουριά της συνήθειας. Κι ήρθε στο μυαλό μου η δική μου εικόνα σαν μαθήτρια. Κι έκρινα πως υπάρχει ακόμη ελπίδα να απολογίσουμε τους νεκρούς μας ενάντια στο φασισμό, όχι με άσκοπες και βαρετές νεκρολογίες, μα με αποφάσεις και επιλογές. Κοιτώντας τα παιδιά στα μάτια και φλογίζοντας ξανά τις καρδιές τους, με τις υποσχέσεις του δικού μας ξεσηκωμού. Για να μπορούμε κι εμείς να ιστορούμε αυτό τον ξεσηκωμό και να ζεσταίνουμε τις καρδιές των μελλούμενων γενιών, όπως οι πατεράδες και οι μανάδες μας.



Σύντομη Περιγραφή: 

Γιώτα Ιωαννίδου
Το «Κούγκι» και το «Κάστρο του Υμητού», δεν μέτρησαν τις δυνάμεις τους με τη ρεαλιστικότητα, γι αυτό έγιναν φώτα πορείας για πολλές γενιές. Τα οράματα ψηλώνουν τις καρδιές των ανθρώπων, η αύρα τους χαϊδεύει τις επιλογές τους. Και λες και λένε όλοι: «ναί το ‘καναν, γιατί έτσι έπρεπε» κι όχι γιατί υπολόγισαν πως είχαν τη νίκη ολόφωτη να περιμένει στο δρόμο.

ΠΗΓΗ: αριστερό  blog

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012


Παροιμιώδεις φράσεις και το νόημά τους
Τι δουλειά έχουν οι κουτσοί και οι σvτραβοί τον άγιο Παντελεήμονα; Τι μας νοιάζει αν η αχλάδα έχει την ουρά μπροστά ή πίσω; Ποιος ήταν ο Κουτρούλης που έκανε τέτοιο πάταγο με το γάμο του; Ποιος Γιάννης πίνει και κερνάει;

ΚΟΥΤΣΟΙ ΣΤΡΑΒΟΙ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ
Στα 1830, σ' ένα χωριουδάκι της Κυνουρίας, στο Άστρος, παρουσιάστηκε ένας περίεργος άνθρωπος, που άρχισε να διαδίδει επίμονα ότι ήταν ο... Άγιος Παντελεήμονας, που ήρθε να σώσει τον κόσμο από τις διάφορες αρρώστιες, που τον μάστιζαν. Όπως ξέρουμε όλοι μας σχεδόν, ο πραγματικός Άγιος Παντελεήμονας είναι ο προστάτης των ανάπηρων και οι Χριστιανοί πιστεύουν ότι γιατρεύει, εκτός από τις άλλες παθήσεις και τις παραμορφώσεις του σώματος, καθώς και τους τυφλούς. Ο άγνωστος, ωστόσο, του Άστρους δεν έκανε το παραμικρό θαύμα. Επειδή, όμως, δεν ενοχλούσε κανέναν με την παρουσία, τον άφηναν να λέει ό,τι θέλει. Παρ όλ' αυτά, η φήμη πως στο όμορφο χωριό της Κυνουρίας παρουσιάστηκε ο Άγιος Παντελεήμονας, απλώθηκε γρήγορα σε όλη την τότε Ελλάδα. Όπως ήταν επόμενο, όσοι έπασχαν από τα μάτια τους, τ' αφτιά τους, τα πόδια τους και από ένα σωρό άλλες ασθένειες, παράτησαν τα σπίτια τους και τις δουλειές τους και ξεκίνησαν να πάνε στο Άστρος, με την ελπίδα ότι θα γίνουν καλά. Κι ήταν τόσοι πολλοί αυτοί οι ανάπηροι, ώστε από τα διάφορα χωριά που περνούσαν, έλεγαν οι άλλοι που τους έβλεπαν: «Κουτσοί, στραβοί, στον Άγιο Παντελεήμονα»

ΠΙΣΩ ΕΧΕΙ Η ΑΧΛΑΔΑ ΤΗΝ ΟΥΡΑ
Οι Ενετοί, που άλλοτε κυριαρχούσαν στις θάλασσες, εγκαινίασαν πρώτοι τα ιστιοφόρα μεταγωγικά, όταν ήθελαν να μεταφέρουν το στρατό τους. Τα καράβια αυτά ήταν ξύλινα και πελώρια και είχαν σχήμα αχλαδιού. Έσερναν δε τις περισσότερες φορές πίσω τους ένα μικρό καραβάκι, που έβαζαν μέσα τον οπλισμό και τα πολεμοφόδια, όπως ακόμα τρόφιμα και διάφορα πολεμικά σύνεργα. Οι Έλληνες τα είχαν βαφτίσει αχλάδες από το σχήμα τους. Έτσι όταν καμιά φορά στο πέλαγος παρουσιαζότανε κανένα άγνωστο καράβι, οι νησιώτες ( βιγλάτορες) ανέβαιναν πάνω στους βράχους και απ'εκεί παρακολουθούσαν με αγωνία τις κινήσεις του. Αν ήταν απλώς ιστιοφόρο, δεν ανησυχούσαν τόσο, γιατί υπήρχε πιθανότης να συνεχίσει αλλού τον δρόμο του. Αν όμως ήταν "Αχλάδα" τους έπιανε πανικός, γιατί καταλάβαιναν ότι σε λίγο θ'άρχιζαν μάχες, πολιορκίες, πείνες και θάνατοι. Έφευγαν τότε για να πάνε να ετοιμάσουν την άμυνα τους. Από στόμα σε στόμα κυκλοφορούσε η φήμη ότι η "Αχλάδα" έχει πίσω την ουρά. Με την ουρά εννοούσαν το καραβάκι που έσερνε το μεταγωγικό. Άρα επίθεση. Και έλεγαν: "Πίσω έχει η Αχλάδα την ουρά", τι θα γίνει;

ΠΛΗΡΩΣΕ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ
Οι φόροι πριν από το 19ο αιώνα ήταν τόσοι πολλοί στην Ελλάδα, ώστε όσοι δεν είχαν να πληρώσουν, έβγαιναν στο βουνό. Για τη φοβερή αυτή φορολογία, ο ιστορικός Χριστόφορος Άγγελος, γράφει τα εξής χαρακτηριστικά: «Οι επιβληθέντες φόροι ήσαν αναρίθμητοι, αλλά καί άνισοι. Εκτός της δέκατης, του εγγείου και της διακατοχής των ιδιοκτησιών, έκαστη οικογένεια κατέβαλε χωριστά φόρον καπνού (εστίας), δασμόν γάμου, δούλου και δούλης καταλυμάτων, επαρχιακών εξόδων καφτανίων, καρφοπετάλλων και άλλων εκτάκτων. Ενώ δε ούτο βαρείς καθ' εαυτούς ήσαν οί επιβληθέντες φόροι, έτι βαρυτέρους και αφορήτους καθίστα ο τρόπος της εισπράξεως και η δυναστεία των αποσταλλομένων πρός τούτο υπαλλήλωνη εκμισθωτών. Φόρος ωσαύτως ετίθετο απί των ραγιάδων (υπόδουλος-τουρκ.raya) εκείνων οίτινες έτρεφον μακράν κόμην». Από το τελευταίο αυτό, έμεινε παροιμιώδης η φράση: «πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του»

ΠΡΑΣΣΕΙΝ ΑΛΟΓΑ
Όταν κάποιος σε μία συζήτηση μας λέει πράγματα με τα οποία διαφωνούμε ή μας ακούγονται παράλογα, συνηθίζουμε να λέμε: "Μα τί είναι αυτά που μου λες? Αυτά είναι αηδίες και πράσσειν άλογα!".Το "πράσσειν άλογα" λοιπόν, δεν είνα πράσινα άλογα όπως πιστεύει πολύς κόσμος, όπως τα μικρά μου πόνυ, αλλά αρχαία ελληνική έκφραση.Προέρχεται εκ του ενεργητικού απαρέμφατου του ρήματος "πράττω" ή/και "πράσσω" (τα δύο τ, αντικαθίστανται στα αρχαία και από δύο σ), που είναι το "πράττειν" ή/και "πράσσειν" και του "άλογο" που είναι ουσιαστικά το ουσιαστικό "λόγος"=λογική (σε μία από τις έννοιες του) με το α στερητικό μπροστά. Α-λογο=παράλογο =>Πράσσειν άλογα, το να κάνει κανείς παράλογα πράγματα

ΣΑΡΔΑΜ
Η λέξη δεν έχει ετυμολογική ρίζα, αλλά προέρχεται από τον αναγραμματισμό του επιθέτου Μάνδρας. Ο Αχιλλέας Μάνδρας, ηθοποιός - σκηνοθέτης, γεννήθηκε το 1875 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν ο πρώτος που γύρισε η ελληνική κινηματογραφική ταινία. Επειδή έκανε πολλά μπερδέματα την ώρα που έπαιζε, σκέφθηκε να τα ονοματίσει. Έτσι αναγραμμάτισε το επώνυμό του και μας έδωσε μια καινούρια λέξη. Την καλλιτεχνική λέξη «Σαρδάμ»

ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ
Στην Κόρινθο, που ήταν πλούσια πόλη, γίνονταν δύο πανηγύρια, για εμπόρους απ' όλο τον κόσμο. Το καθένα είχε διάρκεια ενάμιση μήνα. Όταν την κατέκτησαν οι Φράγκοι, αυτά συνεχίστηκαν. Όσοι συμμετείχαν σ' αυτά σαν να μην τρέχει τίποτα, έλεγαν, όταν τους ρωτούσαν, που πάνε : « είμαστε για τα πανηγύρια » . Έκφραση που σήμερα επικρατεί για όσους δεν έχουν επίγνωση της σοβαρότητας μιας κατάστασης

ΤΙ ΚΑΠΝΟ ΦΟΥΜΑΡΕΙΣ
Συχνά, για κάποιον που δεν ξέρουμε τι είναι, ρωτάμε συνήθως : « τι καπνό φουμάρει; ». Η φράση αυτή δεν προέρχεται, όπως νομίζουν πολλοί, από τη μάρκα των τσιγάρων που καπνίζει, αλλά κρατάει από τα βυζαντινά ακόμη χρόνια, ίσως και πιο παλιά. Η λέξη « καπνός » έχει εδώ την αρχαία σημασία της εστίας, δηλαδή, του σπιτιού. Ο ιστορικός Π. Καλλιγάς λέει κάπου : «Οι φορατζήδες έμπαιναν εις τας οικίας των εντόπιων και ερωτούν "τι καπνό φουμάρει εδώ; Κατά την απόκριση δε έβανον τον αναλογούντα φόρον». Όταν, λοιπόν, την εποχή εκείνη έλεγαν « καπνό », εννοούσαν σπίτι

ΕΒΓΑΛΕ ΤΗΝ ΜΠΕΜΠΕΛΗ
Μπέμπελη, είναι η ιλαρά (μεταδοτική, εξανθηματική νόσος). Η λέξη είναι σλαβικής προέλευσης (pepeli=στάχτη).
Η φράση «έβγαλε την μπέμπελη», σημαίνει ότι κάποιος ζεσταίνεται και ιδρώνει υπερβολικά.
Ο συσχετισμός της ζέστης με την ιλαρά, προκύπτει από την πρακτική ιατρική, σύμφωνα με την οποία, κάποιος που νοσεί από ιλαρά θα πρέπει να ντύνεται βαριά, έτσι ώστε να ζεσταθεί και να ιδρώσει και να «βγάλει» ή να «χύσει» έτσι από πάνω την αρρώστια (δηλαδή την μπέμπελη)

ΜΠΑΤΕ ΣΚΥΛΟΙ ΑΛΕΣΤΕ ΚΑΙ ΑΛΕΣΤΙΚΑ ΜΗ ΔΙΝΕΤΕ
Οι Φράγκοι, που είχαν υποδουλώσει άλλοτε την Ελλάδα, έκαναν τόσα μαρτύρια στούς κατοίκους, ώστε οι Έλληνες τούς βάφτισαν «Σκυλόφραγκους». Ό,τι είχαν και δεν είχαν, τούς το έπαιρναν, κυρίως όμως ενδιαφερόντουσαν για το αλεύρι, που τούς ήταν απαραίτητο για να φτιάχνουν ψωμί.
Κάποτε σ' ένα χωριουδάκι της Πάτρας μπήκαν μερικοί στρατιώτες σ' ένα μύλο και απαίτησαν από τον μυλωνά να τους αλέσει όλο το σιτάρι που υπήρχε εκεί, με την υπόσχεση ότι θα τού πλήρωναν τ' αλεστικά. Ο μυλωνάς ονομαζόταν Γιάννης Ζήσιμος, κι ήταν γνωστός για την παλικαριά του και την εξυπνάδα του. Όταν είδε τους Φράγκους να θέλουν να τού αρπάξουν το βιος του με το έτσι το θέλω, φούντωσε ολόκληρος. Συγκρατήθηκε, όμως, και δικαιολογήθηκε ότι δεν μπορεί μόνος του ν' αλέσει τόσες οκάδες σιτάρι. Οι στρατιώτες τού είπαν τότε ότι θα τον βοηθούσαν αυτοί. Ο Ζήσιμος τούς πέρασε στον μύλο και τούς είπε δήθεν ευγενικά: «Μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δώσετε». Ύστερα τούς κλείδωσε μέσα κι έβαλε φωτιά στο μύλο. Εκεί τούς έκαψε όλους σαν ποντίκια κι αυτός εξαφανίστηκε.

ΤΟΥ ΕΨΗΣΕ ΤΟ ΨΑΡΙ ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ
Ο λαός του Βυζαντίου γιόρταζε με μεγάλη κατάνυξη και πίστη όλες τις μέρες της Σαρακοστής. Το φαγητό του ήταν μαρουλόφυλλα βουτηγμένα στο ξίδι, μαυρομάτικα φασόλια, φρέσκα κουκιά και θαλασσινά. Στα μοναστήρια, όμως, ήταν ακόμη πιο αυστηρά, αν και πολλοί καλόγεροι, που δεν μπορούσαν να κρατήσουν περισσότερο τη νηστεία, έκαναν πολλές κρυφές.αμαρτίες κι έτρωγαν αβγά ή έπιναν γάλα. Αν τύχαινε, όμως, κανένας απ' αυτούς να πέσει στην αντίληψη των άλλων -ότι είχε σπάσει δηλαδή τη νηστεία του- καταγγελλόταν αμέσως στο ηγουμενοσυμβούλιο και καταδικαζόταν στις πιο αυστηρές ποινές.
Κάποτε λοιπόν, ένας καλόγερος, ο Μεθόδιος, πιάστηκε να τηγανίζει ψάρια μέσα σε μια σπηλιά, που ήταν κοντά στο μοναστήρι. Το αμάρτημά του θεωρήθηκε φοβερό. Το ηγουμενο συμβούλιο τον καταδίκασε τότε στην εξής τιμωρία: Διάταξε και του γέμισαν το στόμα με αναμμένα κάρβουνα και κει πάνω έβαλαν ένα ωμό ψάρι, για να.ψηθεί! Το γεγονός αυτό το αναφέρει ο Θεοφάνης. Φυσικά ο καλόγερος πέθανε έπειτα από λίγο μέσα σε τρομερούς πόνους. Αλλά ωστόσο έμεινε η φράση «Μου έψησε το ψάρι στα χείλη» ή «Του έψησε το ψάρι στα χείλη»

ΜΑΣ ΑΛΛΑΞΑΝ ΤΑ ΦΩΤΑ
Μια παράξενη συνήθεια στην Αγγλία ήταν να κατραμώνουν τους λαθρέμπορους. Τους κρεμούσαν στις ακτές της θάλασσας, τους άλειβαν με πίσσα και τους άφηναν εκεί να αιωρούνται βδομάδες, μήνες και χρόνια, καμιά φορά. Έβαζαν δε τις κρεμάλες σε απόσταση πάνω στους βράχους της παραλίας. Αυτή η απάνθρωπη συνήθειο κράτησε ως τα τελευταία, σχεδόν, χρόνια. Στα 1822, έβλεπε κανείς στον πύργο του Δούβρου τρεις τέτοιους κρεμασμένους. Η Αγγλία έκανε τα ίδια με τους κλέφτες, τους εμπρηστές και τους δολοφόνους. Ο Τζον Πέιvτερ, που έβαλε φωτιά στα ναυτομάγαζα του Πόρτσμουθ, κρεμάστηκε και κατραμώθηκε στα 1776. Ο αβάς Κόγερ τον ξαναείδε στα 1777. Ο Πέιντερ ήταν αλυσοδεμένος και κρεμασμένος πάνω από τα ερείπια που είχε προξενήσει ο ίδιος, τον φρεσκοπίσσωναν δε από καιρό σε καιρό, για να διατηρείται. Τέλος, τον αντικατέστησαν ύστερα από τέσσερα χρόνια.
Με τον ίδιο τρόπο οι Βυζαντινοί τιμωρούσαν πολλούς εγκληματίες, που έκαναν, όμως και χρέη φαναριών!
Τους έβαζαν, δηλαδή, φωτιά στα πόδια και τους άφηναν να καίγονται σαν λαμπάδες. Και φαίνεται πως οι δολοφόνοι ήταν πολλοί την εποχή εκείνη, αφού για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα φώτιζαν τον Κεράτιο κόλπο. Αργότερα, όμως, τους αντικατέστησαν με αληθινούς πυρσούς. Αυτοί ωστόσο, που ήθελαν να καίγονται οι εγκληματίες, έλεγαν δυσαρεστημένοι: «Μας άλλαξαν τα φώτα»

ΑΚΟΜΑ ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΙΔΑΝΕ, ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΝ ΒΑΦΤΙΣΑΝΕ
Ο Τριπολιτσιώτης Αγγελάκης Νικηταράς, παράγγειλε κάποτε του Κολοκοτρώνη -που ήταν στενός του φίλος- να κατέβει στο χωριό, για να βαφτίσει το μωρό του. Ο Νικηταράς τού παράγγειλε ότι το παιδί επρόκειτο να το βγάλουν Γιάννη, αλλά για να τον τιμήσουν, αποφάσισαν να του δώσουν τ' όνομά του, δηλαδή Θεόδωρο.
Ο θρυλικός Γέρος του Μοριά απάντησε τότε, πως ευχαρίστως θα πήγαινε μόλις θα «έκλεβε λίγον καιρό», γιατί τις μέρες εκείνες έδινε μάχες. Έτσι θα πέρασε ένας ολόκληρος μήνας σχεδόν κι ο Κολοκοτρώνης δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που είχε δώσει.
Δεύτερη, λοιπόν, παραγγελία του Νικηταρά. Ώσπου ο Γέρος πήρε την απόφαση και με δύο παλικάρια του κατέβηκε στο χωριό. Αλλά μόλις μπήκε στο σπίτι του φίλου του, δεν είδε κανένα μωρό, ούτε καμμιά προετοιμασία για βάφτιση.
Τι είχε συμβεί: Η γυναίκα του Νικηταρά ήταν στις μέρες της να γεννήσει. Επειδή όμως, ο τελευταίος ήξερε πως ο Γέρος ήταν απασχολημένος στα στρατηγικά του καθήκοντα και πως θ' αργούσε οπωσδήποτε να τους επισκεφτεί -οπότε θα είχε γεννηθεί πια το παιδi- τού παράγγελνε και τού ξαναπαράγγελνε προκαταβολικά για τη βάφτιση.
Όταν ο Κολοκοτρώνης άκουσε την.απολογία του Νικηταρά, ξέσπασε σε δυνατά γέλια και φώναξε:
- Ωχού! Μωρέ, ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε!

ΑΛΑ ΜΠΟΥΡΝΕΖΙΚΑ
Μπουρνέζικα, λοιπόν, είναι η γλώσσα που θα μιλούσαν σε κάποιο τόπο ή και θα μιλάνε ακόμα, γιατί ο τόπος αυτός πράγματι υπάρχει. Είναι σε μια περιοχή του Σουδάν, όπου ζει η φυλή Μπουρνού.
Η γλώσσα αυτή ήρθε στην Ελλάδα κατά την Επανάσταση του 1821, με την φυλή των Μπουρνού η οποία αποτελούσε τμήμα του εκστρατευτικού σώματος του Αιγύπτιου στρατηγού Ιμπραήμ.
Καθώς η αραβική γλώσσα είναι αρκετά δύσκολη και μάλιστα στις διαλέκτους της, σε μας τους Έλληνες, λοιπόν δίκαια, όσα θ' ακούγαμε από αυτούς, θα φαίνονταν «αλά μπουρνέζικα», δηλαδή ακατανόητα.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΙΝΕΙ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΕΡΝΑΕΙ
Ανάμεσα στα παλικάρια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ξεχώριζε ένας Τριπολιτσιώτης, ο Γιάννης Θυμιούλας, που είχε καταπληκτικές διαστάσεις: Ήταν δυο μέτρα ψηλός, παχύς και πολύ δυνατός (λέγεται ότι με το ένα του χέρι μπορούσε να σηκώσει και άλογο).
Ο Θυμιούλας έτρωγε στην καθισιά του ολόκληρο αρνί, αλλά και πάλι σηκωνόταν πεινασμένος. Έπινε όμως και πολύ. Παρόλα αυτά ήταν εξαιρετικά ευκίνητος, δε λογάριαζε τον κίνδυνο κι όταν έβγαινε στο πεδίο της μάχης, ο εχθρός μόνο που τον έβλεπε, τρόμαζε στη θέα του. Πολλοί καπεταναίοι, μάλιστα, όταν ήθελαν να κάνουν καμιά τολμηρή επιχείρηση, ζητούσαν από τον Κολοκοτρώνη να τους τον.δανείσει!
Κάποτε ωστόσο, ο Θυμιούλας, μαζί με άλλους πέντε συντρόφους του, πολιορκήθηκαν στη σπηλιά ενός βουνού. Και η πολιορκία κράτησε κάπου τρεις μέρες. Στο διάστημα αυτό, είχαν τελειώσει τα λιγοστά τρόφιμα που είχαν μαζί τους οι αρματολοί και ο Θυμιούλας άρχισε να υποφέρει αφάνταστα. Στο τέλος, βλέποντας ότι θα πέθαινε από την πείνα, αποφάσισε να κάνει μια ηρωική εξόρμηση, που ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Άρπαξε το χαντζάρι του, βγήκε από τη σπηλιά και με απίστευτη ταχύτητα, άρχισε να τρέχει ανάμεσα στους πολιορκητές, χτυπώντας δεξιά και αριστερά. Ο εχθρός σάστισε, προκλήθηκε πανικός και τελικά τρόμαξε και το 'βαλε στα πόδια. Έτσι, γλίτωσαν όλοι τους.
Ο Θυμιούλας κατέβηκε τότε σ' ένα ελληνικό χωριό, έσφαξε τρία αρνιά και τα σούβλισε. Ύστερα παράγγειλε και του έφεραν ένα «εικοσάρικο» βαρελάκι κρασί κι έπεσε με τα μούτρα στο φαγοπότι. Φυσικά, όποιος χριστιανός περνούσε από κει, τον φώναζε, για να τον κεράσει. Πάνω στην ώρα, έφτασε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ρώτησε να μάθει, τι συμβαίνει.
- Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει! απάντησε ο προεστός του χωριού.
Όπως λένε, αυτή η φράση, αν και παλιότερη, έμεινε από αυτό το περιστατικό. Παραπλήσια είναι και η αρχαιότερη έκφραση: «Αυτός αυτόν αυλεί»

ΤΑ ΙΔΙΑ ΠΑΝΤΕΛΑΚΗ ΜΟΥ, ΤΑ ΙΔΙΑ ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΟΥ
Η παροιμιώδης αυτή έκφραση, οφείλεται σε έναν Κρητικό, που ονομάζονταν Παντελής Αστραπογιαννάκης.
Όταν οι Ενετοί κυρίευσαν τη Μεγαλόνησο, αυτός πήρε τα βουνά μαζί με μερικούς τολμηρούς συμπατριώτες του. Από εκεί κατέβαιναν τις νύχτες και χτυπούσαν τους κατακτητές μέσα στα κάστρα τους.
Για να δίνει, ωστόσο, κουράγιο στους νησιώτες, τους υποσχόταν ότι θα ελευθέρωναν γρήγορα την Κρήτη.
Με το σήμερα, όμως, και με το αύριο, ο καιρός περνούσε και η κατάσταση του νησιού αντί να καλυτερεύει, χειροτέρευε.
Οι Κρητικοί άρχισαν ν' απελπίζονται. Μα ο Αστραπογιαννάκης δεν έχανε το θάρρος του, εξακολουθούσε να τους δίνει ελπίδες για σύντομη απελευθέρωση. Οι συμπατριώτες του, όμως, δεν τα πίστευαν πια. Όταν, λοιπόν, το ασύγκριτο εκείνο παλικάρι πήγαινε να τους μιλήσει, όλοι μαζί του έλεγαν: «Ξέρουμε τι θα πεις. Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μoυ!».

ΤΑ ΒΡΗΚΕ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙΑ
Η προέλευση της φράσης ανάγεται σε ένα πραγματικό γεγονός, που έλαβε χώρα κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα από μια μονομαχία.
Εκατό χρόνια μετά το πάρσιμο του φρουρίου της Ακροκορίνθου από το Λέοντα το Σγουρό, οι Φράγκοι γιόρτασαν στην Κόρινθο με μεγάλη τελετή αυτή την επέτειο. Οι ευγενείς έκαναν ιππικούς αγώνες κάτω από τα βλέμματα των ωραίων γυναικών. Νικητές ξεχώρισαν δυο: Ο Ελληνογάλλος δούκας των Αθηνών Γουίδος -μόλις 20 χρονών- και ο Νορμανδός Μπουσάρ, φημισμένος καβαλάρης και οπλομάχος.
Εκείνη την ημέρα κάλεσε σε μονομαχία ο «Μπάιλος» του Μορέα, Νικόλαος Ντε Σαιντομέρ, τον παλατίνο της Κεφαλλονιάς Ιωάννη, που φοβήθηκε τη δύναμη του αντιπάλου του κι αρνήθηκε να χτυπηθεί με την πρόφαση ότι το άλογό του ήταν αγύμναστο. Αλλά ο Μπουσάρ τον ντρόπιασε μπροστά σε όλους, γιατί ανέβηκε πάνω σ' αυτό το ίδιο το άλογο κι έκανε τόσα γυμνάσματα, ώστε να κινήσει το θαυμασμό των θεατών. Ύστερα, καλπάζοντας γύρω από την κονίστρα, φώναξε δυνατά: «Να το άλογο που μας παρέστησαν αγύμναστο».
Αυτό βέβαια, ήταν αρκετό για να προκαλέσει το θανάσιμο μίσος του Ιωάννη, ο οποίος έστειλε κρυφά έναν υπηρέτη του για να αλλάξει τα δυο ξίφη του Μπουσάρ με δυο πανομοιότυπα, αλλά ξύλινα, αυτά δηλαδή που είχαν για να γυμνάζονται οι αρχάριοι. Τα ξύλινα αυτά ξίφη τα ονόμαζαν «μπαστέν» και οι Έλληνες τα έλεγαν «μπαστούνια».
Όταν ο υπηρέτης κατάφερε να τα αλλάξει, ο Ιωάννης κάλεσε τον Μπουσάρ αμέσως σε μονομαχία. Ανύποπτος εκείνος τράβηξε το πρώτο ξίφος του και το βρήκε ξύλινο. Τραβά και το δεύτερο, κι αυτό «μπαστούνι». Και τα δυο τα βρήκε «μπαστούνια». Ο Ιωάννης κατάφερε τότε να τον τραυματίσει θανάσιμα στο στήθος.
Από τότε έμεινε η φράση: «Τα βρήκε μπαστούνια» και φυσικά δεν έχει σχέση με τα τραπουλόχαρτα ή τα μπαστούνια που γνωρίζουμε

ΑΛΛΟΣ ΠΛΗΡΩΣΕ ΤΗ ΝΥΦΗ
Στην παλιά Αθήνα του 1843, επρόκειτο να συγγενέψουν με γάμο δύο αρχοντικές οικογένειες: Του Γιώργη Φλαμή και του Σωτήρη Ταλιάνη. 
Ο Φλαμής είχε το κορίτσι και ο Ταλιάνης το αγόρι. Η εκκλησία, που θα γινόταν το μυστήριο, ήταν η Αγία Ειρήνη της Πλάκας. Η ώρα του γάμου είχε φτάσει και στην εκκλησία συγκεντρώθηκαν ο γαμπρός, οι συγγενείς και οι φίλοι τους. Μόνο η νύφη έλειπε.
Τι είχε συμβεί;
Απλούστατα. Η κοπέλα, που δεν αγαπούσε τον νεαρό Ταλιάνη, προτίμησε ν΄ ακολουθήσει τον εκλεκτό της καρδιάς της, που της πρότεινε να την απαγάγει. Ο γαμπρός άναψε από την προσβολή, κυνήγησε την άπιστη να την σκοτώσει, αλλά δεν κατόρθωσε να την ανακαλύψει.
Γύρισε στο σπίτι του παρ΄ ολίγο πεθερού του και του ζήτησε τα δώρα που είχε κάνει στην κόρη του. Κάποιος όρος όμως στο προικοσύμφωνο έλεγε πως οτιδήποτε κι αν συνέβαινε προ και μετά το γάμο μεταξύ γαμπρού και νύφης «δέ θά ξαναρχούτο τση καντοχή ουδενός οι μπλούσιες πραμάτιες καί τα τζόβαιρα όπου αντάλλαξαν οι αρρεβωνιασμένοι».
Φαίνεται δηλαδή, ότι ο πονηρός γερο-Φλαμής είχε κάποιες υποψίες από πριν, για το τι θα μπορούσε να συμβεί, γι' αυτό έβαλε εκείνο τον όρο. Κι έτσι πλήρωσε ο φουκαράς ο Ταλιάνης τα δώρα του άλλου.
Από τότε οι παλαιοί Αθηναίοι, όταν γινόταν καμιά αδικία σε βάρος κάποιου, έλεγαν ότι «άλλος πλήρωσε τη νύφη» κι έμεινε η φράση εώς και σήμερα

ΤΟΥ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗ Ο ΓΑΜΟΣ
«Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος» ή «Έγινε του Κουτρούλη το πανηγύρι» λέμε οι νεότεροι Έλληνες όταν πρόκειται για θορυβώδη συνάθροιση ή μεγάλη ακαταστασία. Ποιος είναι όμως αυτός ο Κουτρούλης και γιατί ο γάμος του να γίνει παροιμιώδης;
Ο καβαλλάριος (ιππότης) Ιωάννης ο Κουτρούλης, που πιθανώς ζούσε στη Μεθώνη, συγκατοίκησε με γυναίκα που είχε φύγει από το συζυγικό σπίτι μετά από σκάνδαλο, όπως φαίνεται. Η μη νόμιμη αυτή συγκατοίκηση τράβηξε την προσοχή της εκκλησίας, η οποία αφόρισε τη γυναίκα.
Πέρασαν εν τω μεταξύ δεκαεφτά χρόνια, και ο Κουτρούλης, μη εννοώντας να απομακρυνθεί από τη γυναίκα, πάντοτε προσπαθούσε να του επιτραπεί να την παντρευτεί νόμιμα. Πόσο μεγάλο θα ήταν το σκάνδαλο, και επομένως πόσο γνωστό στη μικρή κοινωνία της Μεθώνης, ο καθένας το φαντάζεται.
Ο νόμιμος και πρώτος σύζυγος που αντιδρούσε, για δεκαεφτά χρόνια βασάνιζε τον Κουτρούλη.
Τα πράγματα όμως μεταβλήθηκαν το Μάιο του 1394. Ο Πατριάρχης Αντώνιος ο Δ', στον οποίο η αφορισθείσα παρουσίασε διαζύγιο που είχε γίνει επί του εν τω μεταξύ αποθανόντος επισκόπου Μεθώνης Καλογεννήτου, με το οποίο ο γάμος θεωρούνταν νομίμως διαλελυμένος, αναγνώρισε το δίκιο της και με γράμματά του και προς τον μητροπολίτη Μονεμβασίας και τον επίσκοπο Μεθώνης επίτρεψε την με τις ευχές της εκκλησίας τέλεση του γάμου, εάν όμως αποδεικνυόταν ότι ο Κουτρούλης δεν είχε καμιά ιδιαίτερη σχέση με τη γυναίκα, με την οποία συγκατοικούσε, για όσο αυτή ζούσε με τον πρώτο σύζυγό της.
Τι αποδείχτηκε δεν ξέρουμε. φαίνεται όμως ότι η ανάκριση των ιεραρχών πιστοποίησε την αθωότητα του Κουτρούλη και έτσι ο γάμος έγινε. Αν θα γίνει ή όχι ο γάμος, συζητιόταν για δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια, και όταν επιτέλους έγινε, έγινε το ζήτημα της ημέρας. Στα στόματα των γυναικών και των περιέργων θα περιφερόταν αναμφίβολα η φράση «'Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος», όπου όλη η σπουδαιότητα έπεφτε στο ρήμα «έγινε».
Κατά το γάμο ωστόσο, που μάλλον πανηγύρι ήταν, είναι φυσικό να έγινε έκτακτο και εξαιρετικό γλέντι, αφενός μεν σε πείσμα του πρώτου συζύγου, αφετέρου δε για ικανοποίηση του πολύπαθου και καταξοδεμένου δεύτερου συζύγου, ο οποίος δεν ήταν κάποιος άγνωστος, ήταν ο εξαιτίας των γεγονότων διαβόητος καβαλλάριος Ιωάννης Κουτρούλης.
Στη φράση κατόπιν «Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος» τονιζόταν όχι πλέον η λέξη «έγινε», αλλά η γενική «του Κουτρούλη», η οποία έγινε συνώνυμη με το «θορυβωδώς» και η οποία είναι σήμερα η ιδιαίτερη λέξη όλης της φράσης.
Η φράση έγινε ευρύτατα γνωστή στα νεότερα χρόνια και μέσα από το ομώνυμο σατιρικό θεατρικό έργο του Αλέξανδρου Ρίζου-Ραγκαβή (1845), με το οποίο σατιρίζει και στηλιτεύει τα πολιτικά ήθη της εποχής του Όθωνα.

ΑΛΛΑΞΕ Ο ΜΑΝΩΛΙΟΣ ΚΑΙ ΕΒΑΛΕ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΤΟΥ ΑΛΛΙΩΣ
Στους χρόνους του Όθωνα, υπήρχε ένας γνωστός κουρελιάρης τύπος: Ο Μανώλης Μπατίνος.
Δεν υπήρχε κανείς στην Αθήνα που να μην τον γνωρίζει, μα και να μην τον συμπαθεί.
Οι κάτοικοι του έδιναν συχνά κανένα παντελόνι ή κανένα σακάκι, αλλά αυτός δεν καταδέχονταν να τα πάρει, γιατί δεν ήταν ζητιάνος.
Ήταν.ποιητής, ρήτορας και φιλόσοφος (έτσι πίστευε). Στεκόταν σε μια πλατεία και αράδιαζε ότι του κατέβαινε.
Κάποτε λοιπόν έτυχε να περάσει από εκεί ο Ιωάννης Κωλέττης.
Ο Μανώλης Μπατίνος τον πλησίασε και τον ρώτησε, αν έχει το δικαίωμα να βγάλει λόγο στη Βουλή.
Ο Κωλέττης του είπε ότι θα του έδινε ευχαρίστως άδεια αν πέτουσε απο πάνω του τα παλιόρουχα που φορούσε κι έβαζε άλλα.
Την άλλη μέρα ο Μανώλης παρουσιάστηκε στην πλατεία με τα ίδια ρούχα, αλλά τα είχε γυρίσει ανάποδα και φορούσε τα μέσα έξω.
Ο κόσμος τον κοιτούσε έκπληκτος.
Και τότε άκουσε αυτούς τους στίχους απο το στόμα του Μανώλη Μπατίνου:
«Άλλαξε η Αθήνα όψη,
σαν μαχαίρι δίχως κόψη,
πήρε κάτι απ' την Ευρώπη
και ξεφούσκωσε σαν τόπι.
Άλλαξαν χαζοί και κούφοι
και μας κάναν κλωτσοσκούφι.
Άλλαξε κι ο Μανωλιός
κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς».

ΚΑΤΑ ΦΩΝΗ ΚΙ Ο ΓΑΪΔΑΡΟΣ
Οι Φαραώ είχαν γαϊδάρους εξημερωμένους, που τους χρησιμοποιούσαν με τον ίδιο τρόπο, που τους χρησιμοποιούμε κι εμείς σήμερα.
Οι αρχαίοι, τους θεωρούσαν σαν σύμβολο πολλών αρετών και σαν ιερά ζώα.
Θεωρούσαν μάλιστα, πως όταν ένας γάιδαρος γκάριζε, προτού αρχίσει μια μάχη, οι Θεοί τους προειδοποιούσαν για την νίκη. Ήταν δηλαδή ένας καλός οιωνός.
Κάποτε ο Φωκίωνας ετοιμαζόταν να επιτεθεί στους Μακεδόνες του Φιλίππου, αλλά δεν ήταν τόσο βέβαιος για το αποτέλεσμα, επειδή οι στρατιώτες του ήταν λίγοι.
Τότε αποφάσισε να αναβάλει για λίγες μέρες την επίθεση, ώσπου να του στείλουν τις επικουρίες, που του είχαν υποσχεθεί οι Αθηναίοι.
Πάνω όμως, που ήταν έτοιμος να διατάξει υποχώρηση, άκουσε ξαφνικά το γκάρισμα ενός γαϊδάρου απ' το στρατόπεδό του.
- Κατά φωνή κι ο γάιδαρος! αναφώνησε ενθουσιασμένος ο Φωκίωνας.
Έτσι διέταξε ν' αρχίσει η επίθεση, με την οποία νίκησε τους Μακεδόνες.
Από τότε ο λόγος έμεινε, και τον λέμε συχνά, όταν βλέπουμε ξαφνικά κάποιον γνωστό ή φίλο μας, που δεν τον περιμέναμε.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΕΡΧΟΜΑΙ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΚΑΝΕΛΛΑ
Ίσως η χαρακτηριστικότερη πρόταση για την περιγραφή της ασυναρτησίας. Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, η πραγματική μορφή της φράσης είναι: "Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή καν' έλα'', που σημαίνει: έρχομαι από την Κωνσταντινούπολη και σε προσκαλώ να έρθεις στην κορυφή. Αποτελούσε μήνυμα των Σταυροφόρων, όταν επέστρεφαν από την κατακτημένη πλέον Κωνσταντινούπολη και καθόριζαν ως σημείο συνάντησης τους την κορυφή του λόφου. Όσο για την συνέχεια της φράσης...
"και βγάζω το καπέλο μου να μη βραχεί η ομπρέλα μου", φαίνεται ότι αποτελεί νεότερη προσθήκη όσων δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι σχέση είχε η Πόλη με την κανέλα

ΔΕ ΧΑΡΙΖΩ ΚΑΣΤΑΝΑ
Στα 1826 ο Ιμπραήμ έστειλε κατασκόπους του στην απόρθητη Μάνη, ντυμένους καστανάδες. Αυτοί για να πληροφορηθούν από τις γυναίκες και τα παιδιά που βρίσκονταν οι άντρες τους, άρχισαν να χαρίζουν τα κάστανα αντί να τα πουλάνε. Υποψιασμένοι οι ντόπιοι τους έπιασαν και τους ανάγκασαν να πουν την αλήθεια. Όταν οι κατάσκοποι ρώτησαν για την τύχη τους, οι Μανιάτες αποκρίθηκαν: "Εμείς δεν χαρίζουμε κάστανα", δηλαδή θα σας τιμωρήσουμε

ΝΑ ΜΕΝΕΙ ΤΟ ΒΥΣΣΙΝΟ
Η λαϊκή αυτή έκφραση που γεννήθηκε κάπου μεταξύ 1900 και 1905 και σήμερα δηλώνει άρνηση (εναλλακτικά «να (μού) λείπει το βύσσινο» ή «να μου λείπει»), προέρχεται από ένα περιστατικό που συνέβη σ' ένα καφενείο μεταξύ ενός βουλευτή κι ενός ψηφοφόρου του.

Ο ψηφοφόρος παρήγγειλε στον σερβιτόρο του καφενείου που συναντήθηκαν ένα γλυκό βύσσινο, για να κεράσει τον βουλευτή κι έτσι να πετύχει το -τί άλλο;- το ρουσφετάκι του. Ο βουλευτής, όμως, σκληρό καρύδι, δε φαινότανε διατεθειμένος να τον βοηθήσει. Αγανακτισμένος τότε ο ψηφοφόρος, που έβλεπε πως δε θα γινότανε τίποτα, φώναξε δυνατά στον σερβιτόρο: «Να μένει το βύσσινο!»

ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΤΑ ΛΑΧΑΝΑ
Την φράση «σπουδαία τα λάχανα» (εναλλακτικά και «σιγά τα λάχανα»), τη χρησιμοποιούμε σήμερα ειρωνικά, όταν θέλουμε να δηλώσουμε την δυσανάλογη αξία που προσδίδεται σε κάτι, σε σχέση με την πραγματική του αξία. Χρησιμοποιείται δηλαδή απαξιωτικά.
Προήλθε από το εξής περιστατικό:
Σε κάποιο χωριό, πριν από το 1821, πέρασε ο απεσταλμένος τού Μπέη, για να εισπράξει τη «δεκάτη». Η δεκάτη ήταν κι αυτή μία από τις πολλές φορολογίες τών χρόνων εκείνων. Όλοι όμως οι χωρικοί τού απάντησαν πως δεν είχαν να πληρώσουν τον φόρο, γιατί τα λάχανά τους (λάχανα ήταν η παραγωγή τους) έμεναν απούλητα. Τότε ο φοροεισπράκτορας τούς είπε πως θα έστελνε ζώα και ανθρώπους, για να φορτώσει τα λάχανα και έτσι να «πατσίζανε» με το χρέος τους. Έτσι και έγινε.
Από τότε, έμεινε να λένε οι χωρικοί (προφανώς ειρωνικά): «Σπουδαία τα λάχανα», όταν επρόκειτο να «πατσίσουν» τούς οφειλόμενους φόρους, με λάχανα

ΠΗΓΗ:Γιάννης Αντωνιάδης, (φ/μ)

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012




α - μπε - μπα- μπλομ . Αναμνήσεις από τα παιδικά μας χρόνια



Μικροί (οι .ομήλικοι εξ ημών.) είχαμε παίξει το γνωστό παιδικό παιχνίδι : δύο ομάδες αντιπαρατιθέμενες, εναλλάξ να εφορμούν η μία της άλλης ψελλίζοντας ακαταλαβίστικα λόγια, που όλοι νομίζαμε αποκυήματα παιδικής φαντασίας και κουταμάρας (μετέπειτα πήρε την μορφή: «έλα να τα βγάλουμε»)
«Ά μπε, μπα μπλόν, του κείθε μπλόν, ά μπε μπα μπλόν του κείθε μπλόν, μπλήν-μπλόν.»
Τι σημαίνουν αυτά? Μα , τι άλλο, ακαταλαβίστικες παιδικές κουταμάρες, θα ειπεί κάποιος.
Όμως δεν είναι έτσι.
Ατυχώς, η Ελληνική, εδέχθη πλείστες όσες προσβολές από εξελληνισμένους βαρβάρους, Σλάβους, Τουρκόφωνους, Λατίνους κ.ά.., που δεν κατανοούσαν την ελληνική -ούτε κάν είχαν την φωνητική ανατομία που θα τους επέτρεπε σωστές εκφωνήσεις φωνηέντων - εμιμούντο τις φράσεις, παραφράζοντάς τις συχνότατα, και έτσι διεστραμμένα και παραμορφωμένα, έφθασαν μέχρι των ημερών μας, ώστε πλέον να μη αναγνωρίζονται.

Κατ'΄αυτόν τον τρόπο, εισήχθησαν εις την Ελληνική, όροι, λέξεις και φράσεις, ως μέσα από παραμορφωτικό κάτοπτρο είδωλα, καθιστάμενα αγνώριστα στον απλό κόσμο.

Ας επανέλθουμε στο πιο πάνω.

Η όλη. στιχομυθία, προήρχετο από παιδικό παιχνίδι που έπαιζαν οι Αθηναίοι Παίδες (και ου μόνον.), και ταυτόχρονα εγυμνάζοντο στα μετέπειτα αληθινά πολεμικά παιχνίδια.
Πράγμα απολύτως φυσικό, αφού πάντοτε ο Αθηναίος Πολίτης ετύγχανε και Οπλίτης! (βλέπετε παίζοντας και με τα γράμματα, προκύπτον συνδεόμενες έννοιες.Πολίτης - Οπλίτης)

Τι έλεγαν λοιπόν οι αντιπαρατιθέμενες παιδικές ομάδες, που τόσον παραφράσθηκε από τους μεταγενέστερους??
Ιδού η απόδοση:

«Απεμπολών, του κείθεν εμβολών !!!...» (επαλαμβανόμενα με ρυθμό, εναλλάξ από την δείθεν επιτιθέμενη ομάδα)

Τι σήμαιναν ταύτα? Μα..απλά ελληνικά είναι! « Σε απεμπολώ, σε αποθώ, σε σπρώχνω, πέραν (εκείθεν) εμβολών σε (βλ. έμβολο) με το δόρυ μου, με το ακόντιό μου!!!

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012





Από τον Μαρξ στην Iστορία

Πέρασε στην αιωνιότητα ο Ερικ Χόμπσμπαουμ, ο πιο διακεκριμένος ιστορικός της Βρετανίας
The Guardian
Αν ο Ερικ Χόμπσμπαουμ είχε πεθάνει πριν από 25 χρόνια, οι νεκρολογίες θα τον περιέγραφαν ως τον πιο διακεκριμένο μαρξιστή ιστορικό της Βρετανίας και θα σταματούσαν κάπου εκεί. Ωστόσο, όταν έφτασε η μέρα του θανάτου του, σε ηλικία 95 ετών, ο Χόμπσμπαουμ είχε κατακτήσει μια μοναδική θέση στην πνευματική ζωή της χώρας και παγκοσμίως. Στα όψιμα χρόνια του έγινε ο πιο σεβαστός μεταξύ όλων των ιστορικών, αναγνωρισμένος τόσο από τη Δεξιά όσο και από την Aριστερά, μέλος της πολύ μικρής ομάδας ιστορικών που απολαμβάνουν γνήσια εθνική και διεθνή φήμη. Σε αντίθεση με μερικούς άλλους, κατέκτησε αυτή την ευρύτερη αναγνώριση χωρίς να γυρίσει την πλάτη του στον μαρξισμό και τον Μαρξ. Στα 94 χρόνια του δημοσίευσε το βιβλίο «Πώς να αλλάξουμε τον κόσμο», στο οποίο υποστηρίζει σθεναρά την αδιάπτωτη επικαιρότητα του Μαρξ την επαύριο της χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης του 2008-10. Επιπλέον, η φήμη του έφτασε στην κορύφωσή της σε καιρούς που οι σοσιαλιστικές ιδέες βρίσκονταν υπό αμφισβήτηση και ο ίδιος είχε πλήρη επίγνωση γι' αυτό.
Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια (καλό μέρος για έναν ιστορικό της αυτοκρατορίας) το 1917 (καλή χρονιά για έναν κομμουνιστή). Ηταν Βρετανός δεύτερης γενιάς, εγγονός ενός Πολωνοεβραίου που εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο στα 1870. Ο πατέρας του Λέοπολντ πήγε στην Αίγυπτο πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και γνώρισε εκεί τη Νέλι Γκρούεν, μια νεαρή Βιεννέζα την οποία παντρεύτηκε το 1916. Τρία χρόνια μετά, η οικογένεια (είχε γεννηθεί στο μεταξύ ο Ερικ) έφυγε για τη Βιέννη. Το 1931, έχοντας χάσει και τους δύο γονείς τους, ο Ερικ και η αδελφή του Νάνσι εγκαταστάθηκαν στο Βερολίνο, υπό την κηδεμονία ενός θείου τους. Ως έφηβος στο Βερολίνο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ο Χόμπσμπαουμ αναπόφευκτα πολιτικοποιήθηκε. Διάβασε για πρώτη φορά Μαρξ και έγινε κομμουνιστής. Θυμόταν πάντα εκείνη τη χειμωνιάτικη μέρα του Ιανουαρίου του 1933 όταν, καθώς γύριζε σπίτι από το σχολείο, είδε ένα πρωτοσέλιδο εφημερίδας που ανακοίνωνε την εκλογή του Χίτλερ ως καγκελαρίου. Την ίδια χρονιά, οι Χομπσμπάουμ έφυγαν από το Βερολίνο για να εγκατασταθούν οριστικά στην Αγγλία.
Το 1936 ο νεαρός Ερικ κέρδισε μια υποτροφία για το King's College, στο Κέμπριτζ. Οταν ξέσπασε ο πόλεμος, δήλωσε εθελοντής, όπως πολλοί κομμουνιστές, για να υπηρετήσει στην αντικατασκοπεία, αλλά απορρίφθηκε λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων, που δεν ήταν κρυφές. Αντ' αυτού, υπηρέτησε ως σκαπανέας. Παντρεύτηκε την πρώτη του σύζυγο, τη Μίριελ Σίμαν το 1943 και το 1947 ανέλαβε την πρώτη πανεπιστημιακή θέση του, ως λέκτορας Iστορίας στο Birkbeck College στο Λονδίνο, όπου παρέμεινε για πολλά χρόνια. Με την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, ο βρετανικός ακαδημαϊκός μακαρθισμός σήμαινε ότι η θέση καθηγητή στο Κέμπριτζ, που τόσο επιθυμούσε, ποτέ δεν θα ήταν προσιτή.
Ο Χόμπσμπαουμ δεν θα εγκατέλειπε το Κομμουνιστικό Κόμμα, παρά τις διαφωνίες του, και θεωρούσε πάντα τον εαυτό του μέρος του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Υπήρξε όμως σ' όλη τη ζωή του ένας ελεύθερος στοχαστής. Κατά την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης στην Ουγγαρία του 1956, γεγονός που διέσπασε το ΚΚ Βρετανίας και οδήγησε στην αποχώρηση πολλών διανοουμένων, εκείνος ύψωσε φωνή διαμαρτυρίας, παρ' όλα αυτά παρέμεινε στο κόμμα.
Ωστόσο, το πολιτικό τραύμα του 1956 και η έναρξη της ευτυχισμένης, ανθεκτικής στον χρόνο σχέσης του με τη Μαρλέν Σβαρτς, που οδήγησε στον δεύτερο γάμο του το 1962, συνδυάστηκαν για να πυροδοτήσουν μια ιδιαίτερα γόνιμη συγγραφική περίοδο. Το 1959 δημοσίευσε το «Primitive Rebels», μια πρωτότυπη αναφορά στις αγροτικές μυστικές εταιρείες της νότιας Ευρώπης. Επέστρεψε στα θέματα αυτά με το «Ca-ptaiSwing», μελέτη των αγροτικών εξεγέρσεων στην Αγγλία, και το «Bandits», όπου επιχείρησε μια ευρύτερη σύνθεση. Τα έργα αυτά υπενθυμίζουν ότι ο Χόμπσμπαουμ λειτούργησε ως γέφυρα ανάμεσα στην ευρωπαϊκή και τη βρετανική ιστοριογραφία αλλά και ως προπομπός της ανάπτυξης που σημειώθηκε στη μελέτη της κοινωνικής ιστορίας μετά το 1968. Τη χρονιά εκείνη εκδόθηκε το ιδιαίτερα δημοφιλές βιβλίο του «Βιομηχανία και Αυτοκρατορία», που εξακολούθησε να ανατυπώνεται επί δεκαετίες.
Τη μεγαλύτερη μακροπρόθεσμη επιρροή είχε η σειρά «Age of», που άρχισε με την «Εποχή των επαναστάσεων: 1789-1848» (1962), για να ακολουθήσουν η «Εποχή του κεφαλαίου: 1848-1875» (1975) και η «Εποχή της Αυτοκρατορίας: 1875-1914» (1987). Ενας τέταρτος τόμος, «Η Εποχή των άκρων: Ο σύντομος 20ός αιώνας, 1914-1991», έργο πιο στοχαστικό και εικοτολογικό, αλλά από πολλές απόψεις το πιο σημαντικό και αξιοθαύμαστο απ' όλα, επέκτεινε την ακολουθία μέχρι το 1994. Στα έργα αυτά ενσωματώθηκαν όλες οι αρετές του Χόμπσμπαουμ - η σαρωτική ιστορική εποπτεία που συνδυάζεται με συναρπαστικά ανεκδοτολογικά στοιχεία, η προσοχή στις αποχρώσεις και, πάνω απ' όλα, η ασύγκριτη ικανότητα σύνθεσης.
Στο τελευταίο στάδιο της ζωής του, με τη φήμη του και τον σεβασμό στο πρόσωπό του να κορυφώνονται, δημοσίευσε σημαντικά δοκίμια, ανάμεσά τους τα «OHistory» (1997) και «Ξεχωριστοί άνθρωποι» (1998), έργα όπου ο τζαζίστας Ντίζι Γκιλέσπι και ο ληστής Σαλβατόρε Τζουλιάνο εμφανίζονταν πλάι πλάι στο ευρετήριο, μαρτυρία για το φάσμα της ανεξάντλητης περιέργειάς του. Ακολούθησε η αυτοβιογραφία του «Συναρπαστικά χρόνια», το 2002, και το «Παγκοσμιοποίηση, Δημοκρατία και Τρομοκρατία», το 2007.
Πιο διάσημος, ίσως, στα γεροντικά του χρόνια απ' όσο σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο, εξακολούθησε να δίνει διαλέξεις, να μιλάει στο ραδιόφωνο και να συμμετέχει κάθε χρόνο στο περίφημο φεστιβάλ βιβλίου Hay Festival. Ενας τραυματισμός από πτώση στα τέλη του 2010 περιόρισε πολύ την κινητικότητά του, όμως η διανοητική του ικμάδα και η δύναμη της θέλησής του παρέμειναν αλώβητες μέχρι το τέλος.
Προβληματισμοί και σκέψεις
Για την ιστορία: «Η ιστορία είναι επινοημένη σε πολύ μεγάλο βαθμό… και είναι πιο σημαντικό από ποτέ άλλοτε να έχουμε ιστορικούς, ιδιαίτερα σκεπτικιστές ιστορικούς». (1993)
Για την ακαδημαϊκή του καριέρα: «Κάθε ιστορικός, στη διάρκεια της ζωής του, έχει ένα προσωπικό παράθυρο απ' όπου εποπτεύει τον κόσμο. Το δικό μου παράθυρο κτίστηκε, μεταξύ άλλων, από την παιδική μου ηλικία στη Βιέννη της δεκαετίας του 1920, από τα χρόνια της ανόδου του Χίτλερ στο Βερολίνο, που προσδιόρισαν τις πολιτικές μου ιδέες και το ενδιαφέρον μου για την ιστορία, και από την Αγγλία, ιδιαίτερα το Κέμπριτζ της δεκαετίας του 1930, όταν εδραιώθηκαν τόσο οι ιδέες μου όσο και το ενδιαφέρον για την ιστορία».
Για τον κομμουνισμό: «Ημουν πιστό μέλος του ΚΚ επί δύο δεκαετίες πριν από το 1956, και επομένως έμεινα σιωπηλός για ορισμένα πράγματα για τα οποία είναι λογικό να μην παρεμένει κανείς σιωπηλός». (2002)
Για τον Τόνι Μπλερ: «Οι εργατικοί πρωθυπουργοί που αναζητούν τη δόξα προσπαθώντας να γίνουν πολέμαρχοι -και μάλιστα υποταγμένοι πολέμαρχοι- σίγουρα μου κάθονται στον λαιμό». (2002)
Ο πόλεμος τον 20ό αιώνα: «Εζησα στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν σκοτώθηκαν 10 έως 20 εκατομμύρια άνθρωποι. Την περίοδο εκείνη, οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι Γερμανοί πίστευαν ότι αυτό ήταν αναγκαίο. Διαφωνούμε. Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, 50 εκατομμύρια πέθαναν. Αξιζε τον κόπο αυτή η θυσία; Ειλικρινά, δεν μπορώ να αντιμετωπίσω την ιδέα ότι δεν άξιζε. Δεν μπορώ να πω ότι θα ήταν καλύτερα αν τον κόσμο κυβερνούσε ο Αδόλφος Χίτλερ». (2002)
Ο πόλεμος τον 21ο αιώνα: «Μια απόπειρα πρόβλεψης: Ο πόλεμος τον 21ο αιώνα δεν θα είναι τόσο φονικός όσο τον 20ό. Αλλά η ένοπλη βία, η πρόκληση δυσανάλογης οδύνης και απωλειών, θα παραμείνει πανταχού παρούσα και ενδημική σε μεγάλο μέρος του κόσμου. Η προοπτική της ειρήνης είναι απομακρυσμένη». (2002)
Για τον σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό: «Η αποτυχία αφορά επομένως τόσο εκείνους που πιστεύουν σε έναν καθαρό, ανόθευτο από το κράτος καπιταλισμό της αγοράς, ένα είδος διεθνούς αστικής αναρχίας, όσο και εκείνους που πιστεύουν σε έναν κεντρικά σχεδιασμένο σοσιαλισμό, αμόλυντο από την ιδιωτική επιδίωξη κέρδους. Και τα δύο έχουν χρεοκοπήσει. Το μέλλον, όπως και το παρόν και το παρελθόν, ανήκει στις μεικτές οικονομίες όπου το δημόσιο και το ιδιωτικό θα αλληλοσυνδέονται. Πώς όμως; Αυτό είναι το πρόβλημα για όλους σήμερα, αλλά ιδιαίτερα για τους ανθρώπους της αριστεράς». (2009)

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012



ΘΑ ΑΦΗΣΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΤΑΛΥΘΕΙ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ? μην ξεχνατε έχουμε υποχρέωση να το προασπιζόμαστε!!!

Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με την βία - Άρθρο 120 (παραγρ.4) του ισχύοντος Συντάγματος της Ελλάδας (ακροτελεύτια διάταξη).



Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ!! ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΑΝ ΤΙΣ ΑΥΡΙΑΝΕΣ ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΙΣ

 ΑΠΟ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ!!!




ΕΔΩ ΕΛΛΑΔΑ - ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΕΛΟΣ
democracy is forbidden




H Μέρκελ έρχεται, η Δημοκρατία φεύγει!!! ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΑΝΕ τις διαδηλώσεις για αύριο!


Τι έγινε ρε παιδιά!!! Από πότε παίρνονται αποφάσεις απαγόρευσης συναθροίσεων σε μια δημοκρατία? Πέρασε από τη Βουλή το θέμα? Μεχρι πριν λίγο ήξερα πως έχουμε τις εξής εξουσίες: Νομοθετική, Εκτελεστική και Δικαστική. Η Αστυνομική εξουσία από πού ξεφύτρωσε και μάλιστα πάνω από τον εντολέα λαό?
Κύριε Καθηγητά του Συνταγματικού Δικαίου, υπάρχει τέτοιο πολίτευμα? ΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ?

ΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ!!!
Το νέο πολίτευμα της Ελλάδας από σήμερα 8/10/2012

ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΩ ΝΑ ΖΗΣΩ ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ, ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΤΑΝΚΣ. ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΩ ΑΛΛΟ ΦΑΣΙΣΜΟ.

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ!! ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΑΝ ΤΙΣ ΑΥΡΙΑΝΕΣ ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΙΣ, ΑΠΟ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ!!!http://attikanea.blogspot.gr/2012/10/h_8.html#more

Copyright©iepoxhtonakron/by:Ζαραγκα Κοροβεση Ποπη